Σε προηγούμενη κριτική μου για τα «άδεια σπίτια» είχα εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν έγινα μητέρα καθώς και για την σχεδόν εμμονική μου πίσΣε προηγούμενη κριτική μου για τα «άδεια σπίτια» είχα εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν έγινα μητέρα καθώς και για την σχεδόν εμμονική μου πίστη και αφοσίωση για χρόνια ν’ αποκτήσω. Μερικά χρόνια πριν δεν ξέρω κατά πόσο θα μου ήταν τόσο εύκολο να διαβάσω το «σκοτώσου αγάπη». Δεν ήμουν έτοιμη να βγω από την τσιχλόφουσκα μου και ήθελα να βλέπω τη μητρότητα από την ιερή και «χρωματιστή της πλευρά. Σήμερα, έχοντας πλέον αλλάξει ρούτα στη ζωή μου και έχοντας πολύ διαφορετικές πεποιθήσεις και ανάγκες θεωρώ ότι βιβλίο σαν και τούτο το ωμό αλλά μικρό διαμαντάκι είναι κάτι παραπάνω από απλή λογοτεχνία. Είναι μια κραυγή βοήθειας από την Αριάνα Χάρουιτς, μια φωνή διαμαρτυρίας μιας μάνας, μιας μάνας παγιδευμένης σε μια σκοτεινή συνθήκη που αφηγείται ουσιαστικά την άλλη πλευρά. Τη βάναυση πλευρά της μητρότητας που καλεί τη γυναίκα ν’ αναπτύξει συγκεκριμένα συναισθήματα χαράς και ευτυχίας, καταπνίγοντας συναισθήματα που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτά. Σύμφωνα με την κοινωνία σε καμία γυναίκα δεν επιτρέπεται να εκφράσει τους φόβους της, ποια να τολμήσει άλλωστε να παραδεχτεί ότι α ξέρεις τι μετάνιωσα που έκανα το μωρό μου και όχι μόνο αυτό αλλά πολλές φορές σκέφτομαι να του κάνω και κακό. Σε μια πραγματικά «ασφυκτική» αφήγηση η συγγραφέας δίνει μια διαφορετική διάσταση στο βάρος των προσδοκιών που σου ξυπνάει η μητρότητα. Αλυσίδες προσδοκιών για το πώς πρέπει να νιώθει μια μάνα γιατί οι γονείς για το κοινωνικό σύνολο πρέπει να είναι πάντα οι καλοί. Μπορεί να μην είσαι καλός φίλος, καλός στη δουλειά σου αλλά για το κοινωνικό σύνολο οφείλεις να είσαι ένας καθόλα άμεμπτος και καλός γονιός, τίμημα βαρύ απέναντι στις προσωπικές ελευθερίες του καθενός ειδικά της μητέρας. Μια εσωτερική ματιά στην επιλόχειο κατάθλιψη που μπορεί να σε συνθλίψει με την ηρωίδα να προσπαθεί να βρει τη δική της διέξοδο στη συγγραφή και τη λογοτεχνία προκειμένου ν αποφύγει την πλήρη ψυχική κατάρρευση που έχει προκληθεί από την οδυνηρή διαπίστωση της απομόνωσης μιας γυναίκας που δεν παλεύει να είναι καλή και δυνατή αλλά αντίθετα παλεύει να μην είναι κακή.
«Ήθελα να πάω στο μπάνιο από το μεσημέρι αλλά δε μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο από το το να είμαι μητέρα. Και φτάνει πια με το κλάμα, κλαίει, κλαίει, κλαίει, θα μου στρίψει. Είμαι μητέρα τελεία. Και λυπάμαι που ούτε να το πω δε μπορώ. Στο αγόρι που κάθεται στα γόνατα μου, παίζοντας με ένα κόκκαλο κοτόπουλου; Άστο κάτω αυτό, θα πνιγείς. Του δίνω ένα μπισκοτάκι. Δεν περιμένω να φάει το μπισκότο, του βάζω άλλο ένα στο στόμα και πνίγεται. Δεν έχω καμιά ευθύνη για το τι μπορεί να σκέφτεται για μένα. Τον έφερα στον κόσμο, κι αυτό αρκεί. Είμαι μητέρα αυτόματου πιλότου. Κλαψουρίζει και αυτό είναι χειρότερο απ’ το κλάμα. Τον σηκώνω, του χαρίζω ένα ψεύτικο χαμόγελο, σφίγγω τα δόντια. Η μαμά ήταν ευτυχισμένη πριν έρθει το μωρό. Η μαμά ξυπνάει κάθε μέρα θέλοντας να φύγει μακριά απ’ το μωρό και αυτό κλαίει ακόμα πιο πολύ. Θέλω να πάω στο μπάνιο, αλλά αυτή η ατελείωτη γκρίνια δε με αφήνει. Τι θέλει από μένα; Τι θέλεις; Δε με αφήνει να το αφήσω. Τεντώνεται προς τα πίσω. Χτες αναγκάστηκα να πάω να τα κάνω μαζί του, σήμερα προτιμώ να τα κάνω πάνω μου…. Δε μπορώ πια να κρατηθώ. Μέσα μου έχω μια μεγάλη φούσκα. Αφήνω το μωρό να πέσει, σταυρώνω τα πόδια.Τρέχω στο μπάνιο και κλείνομαι. Εκείνο κλαίει σπαραχτικά, σαν ασιάτισσα μοιρολογήτρα σε κηδεία. Δεν αντέχω να το ακούω, και του ανοίγω. Σκέφτομαι πόσο αποκαρδιωτικά είναι όλα αυτά».
Εκτός από τη μητρότητα, το σεξ, η οικογένεια και ο θεσμός αυτής αποτελούν μέρη αυτού του εσωτερικού μονολόγου στην οποία ο αναγνώστης είναι θεατής και που κατά διαστήματα θα δημιουργήσουν ένα σφιχτό κόμπο στο στομάχι του καθώς γινόμαστε μάρτυρες της ψυχικής και συναισθηματικής της κατάρρευσης. Πολλοι θα το βρουν ενοχλητικό. Αυτή ακριβώς η δυσφορία που μπορεί να σου δημιουργήσει όμως είναι ακριβώς αυτό που κάνει το βιβλίο τόσο εκθαμβωτικά και οδυνηρά ενδιαφέρον. Άβολο μα και συνάμα άγρια γοητευτικό. Και ξέρετε και τι νομίζω αυτό είναι και η μαγεία της λογοτεχνίας. Ότι σε πηγαίνει μέρη και καταστάσεις που στην πραγματικότητα δε θες να πας ή μάλλον να ζήσεις όμως καλώς ή κακώς υπάρχουν και ταλανίζουν πολύ κόσμο εκεί έξω. Ψυχικά νοσούντες που δεν το διάλεξαν σε παγιδευμένα σώματα και κατ’ επέκταση σε παγιδευμένες ζωές. 4* ...more
Μεθυστικά γοητευτικός Νίκος Καρούζος Κάθε μυαλό έχει τα δικά του Τύχη και νόησε σε πολλαπλότητα Η λάμψη αρωματική που περιβάλλει το σεξουαλικό αεροπλάΜεθυστικά γοητευτικός Νίκος Καρούζος Κάθε μυαλό έχει τα δικά του Τύχη και νόησε σε πολλαπλότητα Η λάμψη αρωματική που περιβάλλει το σεξουαλικό αεροπλάνο. Κι αν η μαυρίλα τα σηκώνει όλα Με μια σελήνη να θηλάζει το έρεβος Όταν ο γενετήσιος σπασμός πραΰνει την εξαγρίωση κι όταν Η χίμαρια χτίζει αχνούς κι ατμίδες Αποσύροντας τη λογική μας Εμπόριο στους ουρανούς δε γίνεται Σύσσωμο διαπρέπει το σκοτάδι πάντα.
Καίνε τα ρολόγια Σκουληκιάζω πλέον ή είμαι θαλερό ναυάγιος Δεν το καλοξέρω. Σαθρότητες του μυαλού με σωρούς αποκαΐδια. Κι όμως υπήρχε κάποτε χρόνος αρθρώσιμος κ’ η αντανάκλαση Φοβισμένη καθώς πάντα και τρέμουσα του Φωτός εξορία για λίγο. Μα να!! Ο ήλιος φασκιωμένος με ομίχλη χαμουρεύεται τη νύχτα θα ποζάρει το φεγγάρι γιαουρτωμένο. Ζεμάτισμα στο δέρμα κι απειλή με ξανθό περίστροφο.
Η νύχτα με συμφέρει Πράγματι η νύχτα με συμφέρει. Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες Ύστερα διορθώνει τις σκέψεις έπειτα Συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη Τη σιωπή με σέβας ανατέμνει στους κήπους εκαιρεί Την όσφρηση μα προπάντων η νύχτα περιμαζώνει. ...more
Εδώ κοντά μου είναι ο άλλος Είναι χαρά και χώρος αγαθός Να χύσω τα νερά της ερημιάς από μέσα μου ο πλησίον. Στο θάμνο η κλίση του χεριού νυμφεύΤαυτίσεις
Εδώ κοντά μου είναι ο άλλος Είναι χαρά και χώρος αγαθός Να χύσω τα νερά της ερημιάς από μέσα μου ο πλησίον. Στο θάμνο η κλίση του χεριού νυμφεύεται το φύλλο Πως ανατέλλει μια ομορφιά στα βήματα… Και η νήφουσα της ακακίας εικόνα Που θροΐζουν τα φύλλα της Απ’ αόρατον άνεμο λευκό. Σκάβει τη γη ο άνθρωπος με θλίψη Κοιτάζοντας ημέρες και χρόνια την καλή κατοικία. Η βροχή μεγάλη με νερά πολλά Κλείνει την πραγματικότητα για να μπει καθένας Μεσ’ στα παραμύθια πέρ’ απ’ την οργή του κεραυνού μονάχος Πόλις χειμώνας η βροχή σαν τέλος της ψυχής. ...more
«Η εξαθλίωση δεν χρειάζεται απλούς θεατές, έστω μη απαθείς, ούτε μικρούς συμπονετικούς στρατιώτες, αλλά αληθινούς μαχητές για να περιφρουρήσουν τον ξ «Η εξαθλίωση δεν χρειάζεται απλούς θεατές, έστω μη απαθείς, ούτε μικρούς συμπονετικούς στρατιώτες, αλλά αληθινούς μαχητές για να περιφρουρήσουν τον ξεπεσμό». full review to come...more
Πάντα αναζητούσα την αγάπη που δεν είχα. Ήθελα να μ’ αγαπούν. Έκανα ό,τι μπορούσα. Αυτό είναι το μόνο που έκανα. Οι εργάτες κινδυνεύουν να πέσουν σαν Πάντα αναζητούσα την αγάπη που δεν είχα. Ήθελα να μ’ αγαπούν. Έκανα ό,τι μπορούσα. Αυτό είναι το μόνο που έκανα. Οι εργάτες κινδυνεύουν να πέσουν σαν τα τούβλα από τις σκαλωσιές τους. Χάνουν τα χέρια και τα πόδια τους. Εγώ δεν μπόρεσα να χάσω τίποτα, και τα’ χω χάσει όλα. Ήταν σωστό να μ’ αγαπούν. Μόνο η αγάπη υπάρχει. Να σ’ αγαπούν. Αυτή είναι η χαρούμενη μονοτονία της ζωής μου.
Μια άκρως διασκεδαστική αναγνωστική εμπειρία- ιστορία για έναν μελλοντικό φόνο μέσα από τις γεμάτες διαστροφή και πάθος σελίδες του ημερολογίου του. Ο υποκομης ερωτοτροπεί ξεδιάντροπα, σοκάρει και ξαφνιάζει, παρατηρεί την ανθρώπινη φύση και γράφει με μια ιδιαίτερη εκκεντρικότητα που σου τραβάει το ενδιαφέρον.
«Κάποτε οι άνθρωποι είχαν δικά τους τη θάλασσα, τα βουνά και τ’ αστέρια. Τα ’βαζαν στα ποιήματά τους, στα όνειρα τους, και στο θάνατο τους. Σήμερα όμως… Καμιά φορά, αν κοιτάξεις μακριά, στο βάθος της λεκάνης του Σηκουάνα, μπορείς να δεις κάτι ακαθόριστο, το οποίο, δεδομένης της προνομιούχου θέσης του, λες ότι πρέπει να ’ναι ένα παιδί ή μια ωραία γυναίκα. Οταν πλησιάσεις, διαπιστώνεις πως αυτό που σου ’χε φανεί ένα εκλεκτό ανθρώπινο πλάσμα, δεν είναι παρά ένα σκυλάκι, μια φωτογραφική μηχανή ή ένα ποδήλατο». ...more
Η συγκινητική ιστορία της προσφυγοπούλας Ντουαα από τη Συρία που πάλεψε ν’ αλλάξει τη ζωή της και να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον μετά το ξέσπασμα Η συγκινητική ιστορία της προσφυγοπούλας Ντουαα από τη Συρία που πάλεψε ν’ αλλάξει τη ζωή της και να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία το 2011. Η συγγραφέας αποτυπώνει με τρόπο πειστικό και παραστατικό τις προσπάθειες της νεαρής κοπέλας για να φτάσει στην Ευρώπη προκειμένου να εξασφαλίσει ένα ασφαλές περιβάλλον για κείνη και την οικογένεια της. Το όνειρο της και η ελπίδα της για ένα καλύτερο αύριο θα μετατραπούν σε εφιάλτη όταν η βάρκα στην οποία επενέβαινε μαζί με τον αρραβωνιαστικό της θα ναυαγήσει. Οι επιζώντες ελάχιστοι. Η διάσωση της Ντουάα ένα μικρό θαύμα. Έχω κάνει πολλές κριτικές σε βιβλία που αφορούν το μεταναστατευτικό οπότε δε θέλω να κουράσω γράφοντας ξανά τα ίδια και τα ίδια. Ωστόσο κάθε φορά που διαβάζω μια τέτοια ιστορία , τα ίδια συναισθήματα θλίψης, οργής και θυμού κατακλύζουν την ψυχή μου. Οργής για την έλλειψη ενσυναίσθησης και κοινωνικής ευαισθησίας, οργή για όλους εκείνους που εκμεταλλεύονται την αδυναμία αυτών των ανθρώπων που με αγωνία διεκδικούν μια καλύτερη ζωή θεωρώντας τους εαυτούς τους ανώτερους εκβιάζοντας και κακοποιώντας τους. Θλίψη για την πραγματικά πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση που γίνεται ακόμα πιο βαθιά με το πέρασμα του χρόνου. Μια θάλασσα δακρύων και απογοήτευσης που κλέβει τα όνειρα και την ελπίδα. Θυμός για την αδιαφορία των ανθρώπων ν’ αντιδράσουν και να επιβάλλουν την ισότητα των ανθρώπων. Κρίμα που θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε τέτοιες ιστορίες. Ο κόσμος δεν αλλάζει Μάθαμε πια να τρώμε τις σάρκες μας και να ζούμε με διακρίσεις. ...more
Μερικές φορές, στα καλά καθούμενα, η ζωή, , που έμεινε όσο ένα πελεκούδι, φουσκώνει, μετατρέπεται σ’ ένα χαχανητό που θυμίζει νύχτα. Ξεκαρδίζεται στο Μερικές φορές, στα καλά καθούμενα, η ζωή, , που έμεινε όσο ένα πελεκούδι, φουσκώνει, μετατρέπεται σ’ ένα χαχανητό που θυμίζει νύχτα. Ξεκαρδίζεται στο γέλιο, κυλιέται καταγής, σηκώνεται, δε μπορεί να συγκρατηθεί, συνεχίζει να γελάει. Το ομιχλώδες φωτοστέφανο της νύχτας, κι αν ακόμη δε μπορεί να την προστατεύσει από τον κρύο, τον πόνο, τα χαστούκια, την προστατεύει από τις πρώτες αναμνήσεις ου πέτρινου κτιρίου. Λέγεται ότι γελάει ακόμα και όταν την ξυλοφορτώνουν, θαρρείς πως δεν έχει κλάψει από τότε που γεννήθηκε. (άλλωστε η μελαγχολία είναι πολυτέλεια που την έχουν λίγοι). Δεν προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο νομίζω πως το επιχειρώ εγώ στο όνομα της. Ούτε οργίζεται… βρίσκεται μέα στον κόσμο όπως ένα σφουγγάρι που το έριξαν σε βρόμικα νερά. Και ο κόσμος μέσα σε αυτό…. Παλιώνει κάτω από το ίδιο της το βλέμμα, φθείρεται, γίνεται κούφιο το εσωτερικό του, μετατρέπεται σε λάσπη. Άλλωστε τι είναι το σύμπαν θαρρείς, παρα μία εικόνα που εμφανίζεται στο γυαλί.
Το Μέγαρο Σανσαριάν στην Κωνσταντινούπολη αποτελούσε το φοβερότερο κέντρο βασανιστηρίων και λειτουργούσε ως φυλακή πολιτικών κρατουμένων, πολέμιων του τουρκικού κράτους. Ιδιαίτερο γεγονός και ίσως κατά κάποιο τρόπο προφητικό μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι το «πέτρινο κτίριο» του Σανσαριάν αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης της Ερντογάν, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα βιώσει και η ίδια βασανιστήρια και ποινή φυλάκισης όπως και άλλοι διάσημοι τούρκοι συγγραφείς και δημοσιογράφοι κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 2016. Το πέτρινο κτίριο θα έλεγα ότι είναι ένα πολύ ιδιαίτερο λογοτεχνικό έργο που μάλλον ξεφεύγει κατά πολύ της παραδοσιακής καταγραφής γεγονότων και δε θα έλεγα ότι είναι ένα βιβλίο για όλους καθώς ενδεχομένως για τον αναγνώστη αυτή η ιδιαιτερότητα στο ύφος του να είναι δύσκολη να τη συλλάβει και να την κατανοήσει. Ούτε εγώ είμαι πολύ σίγουρη ότι την κατανόησα πλήρως όμως στο τέλος της ημέρας τη βρήκα γοητευτική. Το πέτρινο κτίριο δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα αφού στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία πλοκή. Περισσότερο είναι μια καταγραφή των σκέψεων του κεντρικού της χαρακτήρα. Εκείνος κάποτε ζούσε πίσω από τους τοίχους του πέτρινου κτιρίου. Πλέον ζώντας έξω από το κτίριο προσπαθεί τελικά να μας αφηγηθεί ότι από όποια πλευρά του κτιρίου και αν είσαι μέσα ή έξω οι δαίμονες σου, ο φόβος, το αίσθημα ότι είσαι στο έλεος κάποιου άλλου είναι χαρακτηριστικά που τα κουβαλάς μαζί σου και δε μπορείς εύκολα ν’ απαλλαγείς από αυτά. Ο κεντρικός ήρωας βρίσκεται σε ένα μόνιμο συναίσθημα φόβου, απόγνωσης και ανασφάλειας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πέτρινο κτίριο αποτελεί μια αλληγορία για τον εγκλεισμό της ανθρώπινης ύπαρξης με την Ερντογάν ν’ απεικονίζει τα σκοτάδια της μ’ έναν τρόπο ποιητικό, λεπτό και συγκινητικό. Η ερντογάν δίνει φωνή στα θύματα των βασανιστηρίων και ψάχνει λέξεις για να περιγράψει αυτό που συνέβη. Μάχη με το χρόνο, με τις σκιές, μάχη ώστε όταν πια φτάσεις στο δικό σου προσωπικό πάτο να επιλέξεις να θες να βγεις από το δικό σου πέτρινο κτίριο της κατάθλιψης ή να πηδήξεις από αυτό, ν’ ανοίξεις τα φτερά σου και να πετάξεις ξανά.
« Λίγο μετά την αυγή, ενώ δεν είχε αρχίσει ακόμη να παίρνει χρώμα η θαμπή φωτεινότητα του πρωινού, προτού αρχίσει η μέρα, του πλήθους, εμείς ήμασταν έξω. Ελαττωμένοι, λειψοί, εξαντλημένοι. Μοιάζαμε με τα χαλάσματα που τίναξε στην ακτή η βουερ΄φουρτουνιασμένη νύχτα. Βρισκόμασταν σ’ ένα κόσμο πιο σκληρό, πιο παγωμένο από αυτόν που είχαμε στη μνήμη μας. Ήμασταν ελεύθεροι σαν τα πουλιά, σαν τους νεκρούς, Κάποιος γύρισε την πλάτη του, κι απομακρύνθηκε με βήματα υπνοβάτη, σκοντάφτοντας και χάθηκε προς τις διασταυρώσεις της πόλης. Κάποιος έσκυψε να πιάσει μια γόπα, σαν να συνέχισε, από το σημείο που είχε καεί, τη ζωή του που είχε ζουληχτεί κάτω από τα τακούνια.. Κάποιος σωριάστηκε κι έμεινε ακίνητος σα σάκος με άμμο που χωρίστηκε στα δύο από χτυπήματα με μαχαίρι. Στήριξε το κεφάλι, τα χείλη που είχαν γίνει σόλα στα βρεγμένα πεζοδρόμια. Για να επιστρέψει τη σιωπή του στο χώμα που κρυβόταν κάτω από τις πέτρες, να μιλήσει με τις γυμνές πέτρες, να μουρμουρίσει, να φωνάξει, ν’ απευθυνθεί στα βαθιά.. Ν΄ ανοίξει χαραμάδα στην πόρτα του κόσμου γρατζουνώντας, σκάβοντας, δαγκώνοντας, και ν’ ακούσει αν χτυπά ακόμη η γιγάντια καρδιά του». ...more
Η ζωή εδώ και τώρα. Παράσταση δίχως πρόβα. Σώμα δίχως δοκιμή. Κεφάλι δίχως περίσκεψη. Δεν ξέρω το ρόλο που παίζω. Ξέρω μόνο ότι είναι δικός μου δεν ανταλλ Η ζωή εδώ και τώρα. Παράσταση δίχως πρόβα. Σώμα δίχως δοκιμή. Κεφάλι δίχως περίσκεψη. Δεν ξέρω το ρόλο που παίζω. Ξέρω μόνο ότι είναι δικός μου δεν ανταλλάσσεται. Την υπόθεση του έργου πρέπει να τη μαντεύω σε κάθε σκηνη. Μίζερα προετοιμασμένη για την τιμή της ζωής, Μετα βίας αντέχω τον επιβεβλημένο ρυθμό της δράσης Αυτοσχεδίαζω, παρότι σιχαίνομαι τους αυτοσχεδιασμούς. Σε κάθε βήμα σκοντάφτω στην άγνοια των πραγμάτων. Οι τρόποι που αποπνέουν επαρχιωτική αύρα. Τα ένστικτα μου ερασιτεχνικά. Το τρακ όσο με δικαιολογεί άλλο τόσο με ταπεινώνει. Τα ελαφρυντικά περιστατικά μου πέφτουν βαριά. Λέξεις και αντανακλαστικά που δε μπορείς να τα πάρεις πίσω, Μη καταμετρημένα ως το τέλος άστρα, Χαρακτήρας σαν βιαστικά κουμπωμένα παλτό Ιδού οι θλιβερές συνέπειες όλης αυτής της βιασύνης. Τουλάχιστον να μπορούσα να προβάεω μια Τετάρτη εκ των προτέρων, Ή έστω μια Πέμπτη να την επαναλάβω ακόμα μια φορά! Ενώ έρχεται ήδη η Παρασκευή, με ένα άγνωστο σ’ εμένα σενάριο. Είναι δίκαιο αυτό-ρωτώ (με μια βραχνάδα στη φωνή, γιατι δε μ άφησαν καν να ξεροβήξω στα παρασκήνια) Απατηλή είναι η σκέψη ότι πρόκειται μόνο για μια βιαστική εξέταση την οποία δίνω σ’ έναν πρόχειρο χώρο. Όχι. Στέκομαι στη μέση της σκηνής και βλέπω πόσο γερή είναι. Με εντυπωσιάζει η ακρίβεια όλου του σκηνικού διακόσμου. Η μηχανή περιστροφής δουλεύει εδώ και πολύ καιρό. Έχουν ανάψει ακόμη και τα πιο μακρινά νεφελώματα. Ω δεν αμφιβάλλω πως αυτό εδώ είναι η πρεμιέρα. Και ό,τι και αν πράξω Θα μετουσιωθεί για πάντα σ’ αυτό που έχω πράξει. ...more
Ενθυμούμενη τον νεότερο εαυτό μου, αν τον ρωτούσε κάποιος ποιος ήταν το όνειρο ζωής μου θ’ απαντούσε: να γίνω μάνα. Στις ερωτήσεις Μαρία πως βλέπεις τΕνθυμούμενη τον νεότερο εαυτό μου, αν τον ρωτούσε κάποιος ποιος ήταν το όνειρο ζωής μου θ’ απαντούσε: να γίνω μάνα. Στις ερωτήσεις Μαρία πως βλέπεις τη ζωή σου μετά από 5 χρόνια η απάντηση ήταν με παιδί. Αυτό ήταν το ένα και μοναδικό plan A και δεν ήθελα ν’ ακούσω για κάποιο άλλο. Ήταν μάλιστα τέτοια εμμονική η πίστη μου σε αυτό το σχέδιο, άσχετα αν μεταξύ μας δεν έφτασα ποτέ πολύ κοντά σε αυτό, ούτε το προσπαθούσα και ιδιαίτερα, που θα μπορούσα να κλαίω για ώρες βλέποντας καρότσια με μωρά και τις μαμάδες τους να τα σέρνουν από πίσω. Εγώ πότε θα αποκτήσω το δικό μου, αναρωτιόμουν. Και δεν ερχόταν και απογοητευόμουν και θύμωνα ότι δεν το ξανασκεφτώ ποτέ και την επόμενη μέρα πάλι θα έλιωνα στη θέα ενός μωρού. Αργότερα, όταν η ζωή πλέον άρχισε να μου δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο όπου χάρη σε μια σειρά προσωπικών προβλημάτων έβλεπα ότι η ζωή μου δεν είχε προχωρήσει όσο των άλλων και ένιωθα ότι έχω μείνει πίσω στα πάντα, η επιθυμία έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Και αυτό άρχισε να με πιέζει και να με κάνει τόσο δυστυχισμένη. ��ια μένα η μητρότητα ήταν φως, το φως που θα ερχόταν για ν’ αλλάξει τη ζωή μου και να την κάνει πιο όμορφη. Κάπου εκεί έγινε η στροφή 180 μοιρών. Άρχισα να συνειδητοποιώ με πολλή προσπάθεια ότι η ζωή μπορεί να μη σου φέρνει στο πιάτο το plan a σου, μπορείς όμως να βρεις ένα plan b το οποίο δε θα μοιάζει με το plan a αλλά θα είναι εξίσου γοητευτικό και θα σου ταιριάζει. Άρχισα με κόπο να συνειδητοποιώ ότι η μητρότητα δεν ήταν απλά να πλέκω πλεξούδες στα μαλλιά της κόρης μου, να περιφέρω περήφανα καρότσια στα πάρκα και ότι η ζωή μιας γυναίκας δεν ολοκληρώνεται επειδή έγινε μητέρα. Δανείζομαι ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Βγάζεις κάλους απ’ το πολύ περπάτημα. Τα πόδια τα δικά μου, όμως είναι απαλά. Τα ρούχα μου πλέουν, έχω χάσει κιλά, μου περισσεύουν ρούχα, άνθρωποι, ώρες. Πότε θ’ αποφασίσω, επιτέλους, να πηδήξω από το παράθυρο; Ίσως πρέπει να παραδεχτώ ότι η θλίψη με βολεύει, επειδή είμαι εγωίστρια». Η θλίψη με βολεύει….Αν με ρωτάτε σήμερα φτάνοντας σε μια ηλικία που για την σαθρή κοινωνία που ζούμε το να μην έχεις κάνει ήδη παιδί θεωρείται αποτυχία, δεν ξέρω αν θέλω να γίνω μάνα πια έστω όχι σε αυτόν τον κόσμο που κατήργησε τα όνειρα και τις επιθυμίες. Αποφάσισα να μοιραστώ τη δική μου προσωπική ιστορία πριν μιλήσω για το συγκεκριμένο βιβλίο γιατί θεωρώ ότι είχε σημασία να περιγράψω τον ψυχισμό μου διαβάζοντας ένα βιβλίο που ουσιαστικά περιγράφει τα σκοτάδια της μητρότητας.
«Μια γυναίκα μπορεί να πιστεύει ότι υπάρχει υπερβολική ελευθερία στον αέρα και δεν παίρνει είδηση πόσο εύκολο είναι να δημιουργήσει την ίδια της τη φυλακή. Μια γυναίκα παύει να μεταναστεύει ακολουθώντας την προσυμφωνημένη πορεία. Μια γυναίκα βγαίνει από το πρώτο, το οικογενειακό κελί και σκοντάφτει, κάνει λάθος βήματα, αργοσαλεύει άτσαλα τα φτερά της και στρώνεται να φτιάνει φωλίτσες απ’ το καθετί. Μια γυναίκα αρχίζει να φωνάζει: Βάλε με στο κλουβί, άντε, άντε σου λέω βάλε με στο κλουβί. Εγώ αυτό το έκανα όταν σταμάτησα να παίρνω αντισυλληπτικά και ψιθύρισα στο αυτί του Φραν του καθαρού: Κηλίδωσε με, βρόμισε με από μέσα, μπες δυνατά, έτσι, ναι γέμισε με από εσένα, βρόμισε με, ναι».
Η Μπρέντα Ναβάρο με έναν κατ’ εμέ αριστουργηματικό τρόπο και με μια υποδειγματική ωμότητα χαρίζει στον αναγνώστη με μια σειρά λεπτομερέστατων περιγραφών, ένα μοναδικό αναγνωστικό ταξίδι στο οποίο ορίζονται ξανά τα όρια της θλίψης και βάση του είναι η ειλικρίνεια. Η γέννηση και ο θάνατος πάντα θεωρούνταν τα καίρια σημεία στη ζωή ενός ανθρώπου. Για την γυναίκα υπάρχει ένα ακόμα, αυτό της μητρότητας. Τι γίνεται όμως όταν μια γυναίκα δε θέλει πραγματικά να γεννήσει ένα παιδί; Η Ναβάρο μέσα από τα άδεια σπίτια, μιλάει για τους φόβους και τις δυσκολίες που κρύβει η μητρότητα και σου λέει το αυτονόητο ότι δεν βλέπουμε όλες οι γυναίκες τη μητρότητα με τον ίδιο τρόπο και ξέρεις τι; Είναι απολύτως οκ αυτό. Η μητρότητα είναι πόνος. Μάθαμε να ζούμε με την εικόνα ότι η μητέρα είναι υπεράνω όλων, ένας υπεράνθρωπος με τη μορφή Αγίας που κατοικεί στη γη και δεν έχει δικαίωμα να ορίσει η ίδια το σώμα της. Τα «άδεια σπίτια» είναι η ιστορία δυο μανάδων χωρίς όνομα, δυο γυναικών γεμάτων με ενοχές που ζουν την μητρότητα με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Η μία έγινε μάνα χωρίς να το θέλει. Κάποια στιγμή το παιδί της εξαφανίζεται. Η καρδιά της ραγίζει και εκεί που θες να συμπονέσεις ξεκινάει ένας πιο βαθυς εσωτερικός μονόλογος που σε τσακίζει.
«Και ο Ντάνιελ έκλαιγε, σαν ένας άντρας που ξέρει ότι μπορεί να φάει, να κοιμηθεί, να κλάψει ό,τι ώρα του καπνίσει, επειδή εμείς, μολονότι κουρασμένες και νυσταγμένες, τον προσκυνούσαμε. Τελικά, η αλήθεια ήταν ότι ο Ντάνιελ μεταμορφωνόταν στο νεκροφάγο όρνιοπου θα καταβρόχθιζε το χρόνο μας και θα μας έκανε να ιδρώνουμε αναδίδοντας την οσμή της αποσύνθεσης, που αφήνει πίσω της η ανθρώπινη ιδιότητα, όταν εξατμίζεται απ’ την κούραση, και ύστερα, για άλλη μια φορά, θα μας κατασπάραζε».
Η άλλη τσακισμένη, ζώντας και μεγαλώνοντας μέσα από κακοποιητικές σχέσεις και βία θέλει να γίνει μάνα, πιστεύοντας έτσι ότι θα φτιάξει τη ζωή της. Θέλει όμως στην πραγματικότητα να είναι μάνα; Δε νομίζω. Εκφυλη βία, ρατσισμός, καταπίεση, κακοποιητικές συμπεριφορές, γυναικοκτονίες, ιστορίες εξαφανισμένων παιδιών που πλήττουν τη χώρα του Μιεξικού, είναι μερικά από τα θέματα που ξετυλίγει η συγγραφέας μέσα από τη φωνή των δύο αυτών γυναικών.
«Σκεφτόμουν μαζοχιστικά ότι το κορμί μου θα γινόταν η αντανάκλαση της ψυχικής μου κατάστασης, και περίμενα τις αρρώστιες ν’ αρχίσουν ν’ αναδύονται, ήμουν ωστόσο ανίκανη να κοιτάζω. Ακόμα και σήμερα, αποφεύγωτους καθρέφτες, δε μου αρέσει να βλέπω ποια είμαι. Μόλο που εκείνη την εποχή κατάλαβα ότι δεν ήμουν εγώ αυτή που κατοικούσε ετούτο το κορμί, δεν ήμουν παρά ένα σκεύος, ένα είδος άδειας αυλής, όπου έφταναν οι απόμακροι ήχοι της πόλης. Το άδειο και ζοφερό σπίτι που ουδέποτε κατοικήθηκε, παρά τημ καλή του κατασκευή. Ο λευκός ελέφαντας του παζαριού».
Μου έλειψε κάτι από το τέλος όμως με άγγιξε τόσο πολύ. Με διέλυσε ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας δείχνει να κατανοεί τη θλίψη και τον πόνο καθώς και η δύναμη της να το αποδώσει στο χαρτί με τόσο εκκωφαντικό τρόπο. 5*...more
Νομίζω το έχω αναφέρει ξανά το περιστατικό. Πριν χρόνια σε τούτη εδώ την πλατφόρμα κάποιος Κύριος με είχε προσβάλει χυδαιότατα επειδή ανέβασα μια χιουΝομίζω το έχω αναφέρει ξανά το περιστατικό. Πριν χρόνια σε τούτη εδώ την πλατφόρμα κάποιος Κύριος με είχε προσβάλει χυδαιότατα επειδή ανέβασα μια χιουμοριστική μεν πολύ κακή κριτική δε για κάποιο βιβλίο του Paul Auster. Με άκρως προσβλητικά σχόλια μου ανέφερε ότι δε γίνεται κάποια που έχει βάλει 5 αστεράκια σε Μαντά και Δημουλίδου να γράφει μια κακή κριτική για έναν τόσο μεγάλου βεληνεκούς καταξιωμένο συγγραφέα. Δεν περιορίστηκε εκεί αλλά έκανε και τον «κόπο» να τσεκάρει όλο το προφίλ μου με τα βιβλία που είχα βαθμολογήσει. Τεχνηέντως, παρέλειψε το «ράφι» με τα λεγόμενα ποιοτικά και κοινωνικώς αποδεκτά βιβλία και στάθηκε στα λεγόμενα γυναικείας λογοτεχνίας που περήφανα ομολογώ ότι διάβαζα μανιωδώς μια περίοδο πολύ άσχημη της ζωής μου, χαρακτηρίζοντας με χαμηλού νοητικού επιπέδου. Λυπάμαι που τότε δεν αντέδρασα και τον άφηνα να με «κακοποιεί» λεκτικά μόνο και μόνο για να υποστηρίξει την άποψη του. Σας κούρασα με τον συγκεκριμένο πρόλογο γιατί πριν μιλήσω για το βιβλίο αυτό κάθε αυτό ήθελα να θίξω την «κακοποίηση» που είναι αναγκασμένοι να υποστούν κάποιοι αναγνώστες για τις αναγνωστικές τους επιλογές. Στα μάτια πολλών αν διαβάζεις Colleen Hoover δε νοείται να διαβάζεις και Καμύ κοκ. Οπότε αρχικά πάμε μία για να το εμπεδώσουμε; Διαβάζουμε όποιο βιβλίο μας κάνει κέφι και δεν είμαστε υποχρεωμένοι ν’ απαντήσουμε πόσο μάλλον ν’ απολογηθούμε γιατί ένα βιβλίο μίλησε στην ψυχούλα μας και μας τσάκισε με κάποιο τρόπο που δεν το έκανε ένα βιβλίο αναγνωστικά αποδεκτό. Για να το κάνει λοιπόν αυτό ένα βιβλίο κάτι καλό δεν έχει; Στο δια ταύτα λοιπόν το «τελειώνει με εμάς» είναι από κείνα τα βιβλία που θίγουν ένα πολύ σημαντικό θέμα όπως αυτό της κακοποίησης και της τοξικότητας των σχέσεων με ένα τρόπο πολύ εύστοχο και δεικτικό. Πολλές φορές δε χρειάζεται να πεις κάτι με τρόπο πολύπλοκο, ούτε να χρησιμοποιήσεις μια γλώσσα με επιστημονικούς όρους για να τραβήξεις την προσοχή. Θα είμαι πολύ ειλικρινής. Δε χρειάστηκα χαρτομάντιλα. Ούτε το βιβλίο αυτό ήταν το καλύτερο που έχω διαβάσει τελευταία όμως με το δικό του τρόπο μίλησε στην καρδιά μου. Το θέμα που θίγει είναι ένα από τα βασικά θέματα που απασχολούν το μυαλό μου τελευταία. Η δυσλειτουργικότητα και κατ’ επέκταση η τοξικότητα που επέρχεται στις σχέσεις καθώς και εκείνες οι κακοποιητικές συμπεριφορές που ενώ τις αντιλαμβανόμαστε, αυτό δεν είναι αρκετό για να μας κάνει να απαλλαχθούμε από αυτές. Πολλές φορές το χω βιώσει και ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι γιατι στα κομμάτια δεν έφευγα αφού είχα πλήρη αντίληψη και επίγνωση της κατάστασης και δεν αναφέρομαι απαραίτητα μόνο σε ερωτικές σχέσεις. Μέσα από τα μάτια της κεντρικής ηρωίδας η οποία βρίσκεται σε μια άκρως κακοποιητική σχέση, η συγγραφέας προσπαθεί να μιλήσει για το άκρως σημαντικό θέμα της κακοποίησης. Χωρίς να προσπαθεί να νουθετήσει, προσπαθεί να κατανοήσει, να μπει στην θέση αυτών των κακοποιημένων γυναικών. Πολλές φορές όλοι υπό την μορφή κουτσομπολιού κλειδαρότρυπας έχουμε σχολιάσει τέτοιες περιπτώσεις και έχουμε αναρωτηθεί γιατί το θύμα δεν φεύγει. Είμαστε όλοι τόσο σίγουρες ότι στις ίδιες συνθήκες εμείς θα είχαμε πράξει το αντίθετο. Τελικά όμως είναι τόσο εύκολο να φύγεις όσο φαίνεται; Διαβάζοντας το βιβλίο και αναλογιζόμενη δικές μου προσωπικές εμπειρίες, αδιαμφισβήτητα μπορώ να πω ότι δεν είναι. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Κάποιοι δε βρίσκουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν την αλήθεια, άλλοι δεν μπορούν ν’ αντέξουν την μοναξιά, άλλοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι θ αλλάξουν τα πράγματα, ίσως ακόμα γιατί ως ελληνική κοινωνία έχουμε μάθει τέτοιες καταστάσεις να τις ανεχόμαστε και να τις αποσιωπούμε. Κακά τα ψέμματα όλοι εκ του αφαλούς θα εκφράσουμε μια απόλυτη αποψη που δε σηκώνει αμφιβολία και που η πραγματικότητα είναι μία: Στις κακοποιητικές σχέσεις δε χωράει καμιά δεύτερη ευκαιρία. Είναι χάσιμο χρόνου. Θεωρώ ότι η Χούβερ με αυτό το βιβλίο δε σου λέει ακριβώς κάτι διαφορετικό όμως σου δείχνει και κάπου λίγο τη «μέση» των πραγμάτων και στο τέλος της μέρας ακόμα και αν μην καταφέρεις να φύγεις είσαι ένας δυνατός άνθρωπος και θα έρθει η στιγμή σου για να το αντιληφθείς. Να σας πω μια γυμνή αλήθεια σαν αυτές του Ραιλ και της Λίλυ? Θα ήθελα να μου είχε αρέσει περισσότερο αυτό το βιβλίο. Θα ήθελα να μπορούσα και εγώ να φύγω όταν έπρεπε ……….. ...more
Μια δυνατή και γεμάτη ζωντάνια πένα χαρίζει στον αναγνώστη ένα από τα πιο τρυφερά και συγκινητικά βιβλία που διάβασα τελευταία για τη ζωή και τη φιλίαΜια δυνατή και γεμάτη ζωντάνια πένα χαρίζει στον αναγνώστη ένα από τα πιο τρυφερά και συγκινητικά βιβλία που διάβασα τελευταία για τη ζωή και τη φιλία.
«Εγώ θα είμαι η πρώτη που θα τα τινάξω, θα το δείτε. Και θέλω να χορέψετε γύρω από τον τάφο μου, κι όχι δάκρυα. Φούμα, ποτά, φιλιά και χορό- αυτή είναι η δική μου επιθυμία».
Η Λειλά είναι νεκρή. Η Ελιφ Σαφάκ στηριζόμενη σε μελέτες ερευνητών που αποδεικνύουν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος συνεχίζει να λειτουργεί για κάποια λεπτά ακόμα και μετά το θάνατο μας, συλλαμβάνει μια φοβερά πρωτότυπη και ζωηρή ιδέα δίνοντας λίγη ακόμα ζωή στην ηρωίδα της μέσα από τις αναμνήσεις της. Μήπως τελικά αυτό το κλισέ που ακούμε «πέρασε η ζωή από μπροστά μου» τελικά ισχύει; Ξαπλωμένη σ’ ένα σκουπιδοτενεκέ, καθώς κανείς από τους συγγενείς της δεν δέχεται να πάρει το άψυχο σώμα της και να του προσφέρει μια αξιοπρεπή ταφή, αυτά τα δέκα λεπτά και 38 δευτερόλεπτα θ’ αναμοχλεύσει με όλη τη δύναμη που τις έχει απομείνει τις αναμνήσεις της που ξεκινούν από τα παιδικά της χρόνια στη βαθιά συντηρητική Βαν, τόπο καταγωγής της μέχρι τα χρόνια της Ιστανμπούλ, της Πόλης της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Κάθε ανάμνηση της συνοδεύεται και από μια ξεχωριστή μυρωδιά. Κάθε ανάμνηση ένα διαφορετικό άρωμα. Η γέννηση της της θυμίζει το αλάτι. Η παιδική της ηλικία κάθε άλλο παρά όμορφη ήταν. Αντίθετα η Λεϊλά θα βιώσει την πατριαρχία από τον βίαιο και διαταραγμένο πατέρα της, έναν άντρα βαθιά προσκολλημένο στις απαιτήσεις του Ισλάμ, θα βιώσει ακόμα τη σεξουαλική κακοποίηση (λεμόνι), ενώ στην προσπάθεια της για να αλλάξει το πεπρωμένο της θα βρεθεί στην Ιστανμπούλ και από εκεί στα πορνεία της Πόλης (καφές και κάρδαμο). Οι μόνοι που θα τη δεχτούν όπως είναι χωρίς να την κρίνουν οι 5 φίλοι της που την διάλεξαν και τους διάλεξε, οι ιστορίες των οποίων παρεμβάλλονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
«Τα πράγματα μπορούσαν να πάρουν μια τροπή προς το καλύτερο, μόλις μεγάλωνες τόσο, όσο να μπορείς να φύγεις από το «σπίτι σου, το σπιτάκι σου, το (μισητό) σπιτοκαλυβάκι σου. και οι φίλοι η οικογένεια του νερού. Αν η οικογένειά σου του αίματος τύχαινε να είναι καλή και στοργική, μπορούσες να μακαρίζεις την τύχη σου και να επωφελείσαι όσο μπορείς από αυτήν. Κι αν όχι, υπήρχε ακόμη ελπίδα«Πίστευε πως υπήρχαν δύο ειδών οικογένειες σε τούτο τον κόσμο: οι συγγενείς ήταν η οικογένεια του αίματος Όσο για την οικογένεια του νερού, αυτή σχηματιζόταν πολύ αργότερα στη ζωή και σε μεγάλο βαθμό ήταν έργο δικό σου. Παρότι ήταν αλήθεια ότι τίποτα δεν μπορούσε να πάρει τη θέση μιας στοργικής οικογένειας του αίματος, αν αυτή έλειπε, μια καλή οικογένεια του νερού μπορούσε να σβήσει τον πόνο και την οδύνη που είχε μαζευτεί μέσα σου σαν μαύρη αιθάλη. Κατά συνέπεια ήταν δυνατόν οι φίλοι σου να πάρουν μια πολύτιμη θέση στην καρδιά σου και να καταλάβουν έναν μεγαλύτερο χώρο απ’ όσο όλοι οι συγγενείς σου μαζί. Όμως όποιοι δεν είχαν βιώσει ποτέ το αίσθημα της απόρριψης από τους ίδιους τους συγγενείς τους δεν θα καταλάβαιναν αυτή την αλήθεια ούτε σε χίλια χρόνια. Δε θα μάθαιναν ποτέ πως υπήρχαν καιροί που το νερό κυλούσε πιο πηχτό από το αίμα».
Η Σαφάκ με έναν κοφτερό και ζωηρό λόγο μέσα από την αφήγηση της Λεϊλά αποκαλύπτει τη σκληρή πραγματικότητα μιας πόλης που το να είσαι γυναίκα είναι δύσκολο πράγμα. Η Κωνσταντινούπολη αποκαλύπτεται μέσα από τα μάτια της Σαφάκ ως μια πόλη ευκαιριών και ταυτόχρονα ως μια πόλη γεμάτη σκιές και σημάδια. Ο αναγνώστης παρακολουθεί το μακρύ ταξίδι μιας γυναίκας που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της και ν’ αγγίξει την ευτυχία. Σαν σφηνάκι τεκίλας όπως είναι και το προσωνύμιο της και οι αναμνήσεις της με ένα βαθιά κοινωνικόπολιτικό νόημα για τους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο και τους αρνείται το δικαίωμα στην ελευθερία και την ευτυχία. Το βιβλίο χωρίζεται σε 3 μέρη. Πνεύμα, σώμα και ψυχή. Αναμνήσεις , ένα σώμα που βρίσκεται στο κοιμητήριο των ασυνόδευτων και στο τέλος μια ψυχή που έστω και μετά θάνατον βρίσκει την κάθαρση που της άξιζε. Υπέροχες γλαρυφές περιγραφές, θα νιώσεις τα φώτα της Πόλης να λούζουν τον Βόσπορο, θα μυρίσεις τις μυρωδιές από κάρδαμο, λεμόνι και καρπούζι. Μια ιστορία γεμάτη θλίψη που θα σου σφίξει την καρδιά αλλά ταυτόχρονα τόσο ζωντανή και ελπιδοφόρα. Μια ιστορία γεμάτη αγάπη και φιλία για έναν κόσμο που είναι σημαντικό να καταλάβει πόσο υπέροχο είναι να μοιράζεσαι τη ζωή με άλλους ανθρώπους. Η ζωή είναι τόσο δύσκολη για ανθρώπους που έμελλαν απλά να είναι «διαφορετικοί». Η Σαφάκ όμως έρχεται να μας θυμίσει ότι μπορεί ο καθένας από εμάς να είναι ευάλωτος από μόνος του όμως όλοι μαζί μπορούμε να μαστε δυνατοί. Ας μην είναι η κοινωνία και οι κανόνες που επιβάλλονται από αυτή η αιτία που κόβουν τα φτερά σε ανθρώπους που απλά θέλουν να πετάξουν.
Μια πολύωρη διακοπή ρεύματος ήταν η αφορμή για να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο σε λίγες μόνο ώρες. Μα τι ωραίο βιβλίο ρε παιδιά. Εδώ και χρόνια δεν Μια πολύωρη διακοπή ρεύματος ήταν η αφορμή για να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο σε λίγες μόνο ώρες. Μα τι ωραίο βιβλίο ρε παιδιά. Εδώ και χρόνια δεν είχα διαβάσει κάποιο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου όμως το σικελικό ειδύλλιο ήταν ένα υπέροχα μελωδικό αναγνωστικό ταξίδι. Μελαγχολικό και συνάμα ταξιδιάρικο και νοσταλγικό, το σικελικό ειδύλλιο αποτελεί υποδειγματικό παράδειγμα για το πώς μπορεί να συνδυαστεί αρμονικά η ιστορία με τη λογοτεχνία χωρίς αυτό να σημαίνει ότιμιλάμε για ένα καθαρά ιστορικό βιβλίο. Η ιστορία μας διαδραματίζεται στη Σικελία γύρω στη δεκαετία του 50, σε μια κοινωνία πατριαρχική, καταπιεσμένη και οπισθοδρομική κοινωνία όπου για παράδειγμα ο βιαστής ενός κοριτσιού απαλλάσσεται των κατηγοριών αν παντρευτεί το θύμα τ��υ. Η συγγραφέας ξεδιπλώνει το χρονικό συνάντησης των δύο ηρώων του βιβλίου, δυο ανθρώπων εκ διαμέτρου αντίθετους, που δεν τους ενώνει τίποτα κοινό παρά μόνο η καταγωγή τους. Ο Λούκα ντι Ματέις, αστυνομικός στο επάγγελμα, ένας άνθρωπος που κουβαλάει τους δικους του σταυρούς μεταξύ των οποίων και ο θάνατος της κόρης του. Πολεμά τη μαφία και κατά βάθος είναι ακόμα ερωτευμένος με την πρώην γυναίκα του. Σε ένα μπομπινόφωνο καταγράφει τις σκέψεις και αναμνήσεις του.
“Εμείς οι άνδρες δεν είμαστε άτομα. Είμαστε μέλη ενός ομοιόμορφου πλήθους: πιτσιλίζουμε τη λεκάνη της τουαλέτας, κοιτάμε τα οπίσθια των γυναικών σαν να μας έχουν προγραμματίσει μ’ αυτά τα αμερικανικά προγράμματα ρομπότ- κι όταν βρισκόμαστε πολλοί μαζί, είμαστε ικανοί για ανεπανόρθωτες βλακείες. Ακόμα και για φρικαλεότητες. Αγελαία ζώα. Ζώα. Παραλλαγές του ίδιου προτύπου που αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στο ίδιο ερέθισμα. Ρομπέρτα, δεν έχασες τίποτα. Μάλλον γλίτωσες”.
Στην αντίπερα όχθη η Κοντσεττα Βιτάλε, ένα μάλλον αγύριστο κεφάλι που αρνείται να συμμορφωθεί στα ήθη και έθιμα της εποχής της. Ένα ανυπότακτο και ελεύθερο και ονειροπόλο πνεύμα που ψάχνει τη δική της θέση στον κόσμο με το αίσθημα της ευγένειας και καλοσύνης να διαμορφώνουν την ψυχή και το χαρακτήρα της. Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκα αρκετές σελίδες μέχρι να κατανοήσω τον τρόπο που αυτοί οι δύο θα συνδεθούν. Ο τίτλος του βιβλίου είναι μάλλον παραπλανητικός καθώς το βιβλίο περισσότερο είναι ένας ύμνος στη φιλία παρά στον έρωτα. Δύο άνθρωποι φαινομενικά αταίριαστοι με το ίδιο μότο ζωής. Ζήσε. Vivere
“Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής δεν συνέβησαν τελικά: ο πατέρας δεν με πριόνισε, δεν έμεινα έγκυος, άρα δεν γέννησα παιδί αγριανθρώπου. Αρχίσαμε να πληρώνουμε pizzu-φόρο στη Μαφία-, έτσι οι Κλέσερι δεν έβαλαν φωτιά στο ξυλουργείο, ούτε μας γκρέμισαν το σπίτι. Ο Πάμπλο δεν με κακομεταχειρίστηκε όπως ο Τσαμπανό την Τζελσομίνα, εφόσον δεν πήρα το καράβι για την Αργεντινή. Το καράβι έφτασε στην Αργεντινή, άρα δεν ναυάγησε στον Ατλαντικό, κι εγώ γλύτωσα από μια ακόμα συμφορά.Ούτε έχω τυφλωθεί πρός το παρόν: θα μαζέψω λεφτά στον κουμπαρά μου για να πάω στον οφθαλμίατρο να μου γράψει γυαλιά. Ελπίζω να μου πάνε, να μην είμαι σαν κουκουβάγια. Τώρα, τον Ιούλιο του 1958, ο πατέρας κάθεται με τη φανέλα μπροστά στο ανεμιστηράκι, η μάνα φτιάχνει μαρμελάδα κι εγώ περιμένω να γίνω αυτή που θα γίνω: ο Ντε Ματέις έλεγε πως ζούμε το πολύ δυο φορές.Vivere! Θα ζήσω δύο ζωές. Τουλάχιστον δύο”
Μια υπέροχη τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής με απίστευτη συγγραφική δεινότητα που ξεχειλίζει ζωντάνια και ταλέντο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ένα τρυφερό, «πλατωνικό» ειδύλλιο δυο ανθρώπων που αντιστέκονται στις οπισθοδρομικές κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής, δε συμβιβάζονται με αυτές και στο τέλος της μέρας είναι δυο αντίθετα είδωλα που κοιτούν τον ίδιο καθρέφτη. Απλό και ταυτόχρονα μυστήριο, γεμάτο. Σαγηνευτικό. Σαν το αγαπημένο νεγκρόνι του Λούκας ντι Ματέις. Ζήσε λοιπόν. Ζήσε. 4* ...more
"Δεν ήξερα ότι στην Ευρώπη οι άνθρωποι χωρίζονται σ' αυτους που έχουν διαβατήρια και σε αυτούς που δεν έχουν. "Δεν ήξερα ότι θα με θεωρούσαν "πρόσφυγ "Δεν ήξερα ότι στην Ευρώπη οι άνθρωποι χωρίζονται σ' αυτους που έχουν διαβατήρια και σε αυτούς που δεν έχουν. "Δεν ήξερα ότι θα με θεωρούσαν "πρόσφυγα", άτομο χωρίς χαρτιά, χωρίς δικαίωματα. Νόμιζα ότι δραπευτεύσαμε απο καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, αλλά η άφιξη μας θεωρείται απειλή για τους ντόπιους. Νόμιζα πως η ίδια η κατάσταση μας στο στρατόπεδο είναι από μόνη της επείγουσα, αλλά στην Ευρώπη για ανθρώπους σαν "εμάς" κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι μόνο να πεθάνουμε. Στις συνθήκες που ζούμε, εκτεθειμένοι στη ζέστη το καλοκαίρι και στις βροχές το χειμώνα, μέσα στα σκουπίδια, τις βρομιές και τα λύματα, με μόνιμο άγχος και φόβο, όλοι είμαστε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Στην πραγματικότητα, στη Μόρια, οι περισσότεροι έφτασαν ήδη με πληγές στην ψυχή τους και μερικές φορές στο σώμα τους. Αλλά εδώ όλοι αρρωσταίνουν.... Δεν είμαστε άνθρωποι κατώτερης ποιότητας. Δεν είμαστε μια διαφορετική κατηγορία, διαφορετικό είδος ανθρώπων. Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι με χίλιες διαφορετικές ιστορίες.Αυτό που μας ενώνει είναι ότι έπρεπε να φύγουμε από τα σπίτια μας. Σταματήστε να λέτε ψέμματα ότι οι άνθρωποι είναι ασφαλείς εδώ. Το πεπρωμένο μας δε στηρίζεται στην αρχή ότι εμείς και εσείς είμαστε το ίδιο. Είμαι ένα κορίτσι που ζω σε μια σκηνή και σκέφτομαι αυτό τον κόσμο, όσο ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει, όσο περιμένω την άδεια να φύγω από αυτό το μέρος. Η πένα μου δε θα σπάσει, μέχρι να τελειώσουμε αυτή την ιστορία της ανισότητας και των διακρίσεων ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος. Τα λόγια μου θα σπάνε πάντα τα σύνορα που χτίσατε". Parwana Amiri.
Δεν έχει νόημα να σου μιλήσω για το συγκεκριμένο βιβλίο. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να γράφεις κριτικές για τέτοια βιβλία. Σημασία έχουν οι πράξεις και η ανθρωπιά. Δε θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος αν διαβάσεις αυτό το βιβλίο, θα είσαι όμως καλύτερος άνθρωπος όταν καταλάβεις και όταν σταματήσεις να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους από το χρώμα και την καταγωγή τους. ...more
« Ο πανικός δεν πέφτει από τον ουρανό στο κεφάλι κάποιου άτυχου ανθρώπου. Αν ήταν έτσι θα έπρεπε να εξηγήσουμε γιατί τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται ό« Ο πανικός δεν πέφτει από τον ουρανό στο κεφάλι κάποιου άτυχου ανθρώπου. Αν ήταν έτσι θα έπρεπε να εξηγήσουμε γιατί τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται όλο και συχνότερα και έχει αποκτήσει τις διαστάσεις μιας επιδημίας, οπότε θα καταλήγαμε στο άτοπο συμπέρασμα ότι σήμερα υπάρχουν περισσότεροι άτυχοι άνθρωποι. Ο πανικός γεννιέται μέσα μας και εκπροσωπεί ένα κομμάτι του εαυτού μας που αισθάνεται συγκυριακά ή μόνιμα περιθωριοποιημένο. Κατά κάποιον τρόπο, ο πανικός είναι η εξέγερση των αποκλεισμένων υποεαυτών. Ο πανικός δεν έχει αρνητικό ή θετικό πρόσημο, δε μας οδηγεί προς μια καλύτερη ή χειρότερη εκδοχή, δεν έχει σχέση με το καλό ή το κακό. Εκπροσωπεί κάθε φορά το αποκλεισμένο κομμάτι του εαυτού και εμφανίζεται όταν τα πράγματα φτάνουν σε οριακό σημείο. Συνήθως έχουν προηγηθεί άλλες πιο ήπιες προειδοποιήσεις, οι οποίες έχουν και αυτές αγνοηθεί. Συχνά μια αρρώστια ή ένα σύμπτωμα μπορεί να παίζει το ρόλο της προειδοποίησης, να είναι δη��αδή, ένα καμπανάκι που μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο πανικός είναι το τελευταίο μέσο που χρησιμοποιούν οι αποκλεισμένοι υποεαυτοί για να αποτρέψουν μια εξέλιξη που δεν τους λαμβάνει υπόψη».
Απ΄όταν θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν ένα φοβερά αγχωτικό και φοβικό παιδί. Με οτιδήποτε μπορείτε να φανταστείτε. Είτε αυτό ήταν η αριστεία στο σχολείο ή οτιδήποτε τελοσπάντων ήταν μέρος του μικρόκοσμου μου. Όταν ημουν μικρή για να είμαι ειλικρινής δεν καταλάβαινα τόσο το βαθμό του άγχους που είχα. Μάλλον για την ακρίβεια θεωρούσα ότι ήταν κάτι δημιουργικό που αν δεν το είχα αυτό σήμαινε ότι κάτι δεν πάει καλά. Φτάνοντας στην ενήλικη ζωή όπου οι υποχρεώσεις, τα θέματα υγείας, το επαγγελματικό άγχος και διάφορες άλλες καταστάσεις άρχισαν να βρίσκονται στην ημερήσια ατζέντα του σιγά σιγά άρχισε να θεριεύει μέσα μου μ’ έναν τρόπο σχεδόν βάναυσο. Σιγά σιγά άρχισα ν’ αποκτώ και άλλες φοβίες που ήρθαν να προστεθούν στην ήδη μεγάλη λίστα μου. Αρρωστοφοβία, αγοραφοβία πράγμα τραγικό αναλογικά ότι η δουλειά μου είχε να κάνει με κόσμο. Όταν πριν χρόνια είχα το πρώτο επεισόδιο κρίσης πανικού τρόμαξα. Κατάλαβα ότι πρέπει να το κουλαντρίσω με κάποιον τρόπο. Και ξέρεις τι; Ξεκινάς να προσπαθείς και νομίζεις ότι το καταφέρνεις και κάνεις ότι δεν βλέπεις τα καμπανάκια που κάνουν ντιν νταν δεξιά και αριστερά. Μέχρι που έφτασε ο κοβιντ και εκεί ο πανικός έρχεται και στα σκάει και σε διαλύει. Κρισεις πανικού, new entry με απανωτές κρίσεις άγχους που σου μοιάζουν με έμφραγμα, νοσοφοβία, μυαλγίες και πόνο σε όλο το κορμί κάθε μέρα όλη μέρα και μια ατελείωτη θλίψη και ένα συνεχές ερώτημα μα γιατί είμαι έτσι; Φοβος, πανικός, πανικός και φόβος. Και ξαφνικά δεν ήσουν η μόνη αλλά όλο και περισσότερος κόσμος εξωτερικεύει πλέον με αυτόν τον τρόπο τα καταπιεσμένα συναισθήματα και τα κατάλοιπα που του άφησε η σκληρή πραγματικότητα που ζούμε. Στο βιβλίο αυτό ο εκλιπών συγγράφεας, με το δικό του απλό τρόπο περιγράφει αυτό που αποκαλούμε διαταραχή πανικού και δίνει την δική του οπτική με μια χρήσιμη προσέγγιση των πραγμάτων και της κατάστασης. Με έναν τρόπο απολύτως κατανοητό εξηγεί, αναλύει και θεωρώ ότι στο τέλος της μέρας είναι από κείνα τα βιβλία που σε πάνε ένα βήμα μπροστά τουλάχιστον στο κομμάτι της κατανόησης.
«Είναι βολικό να μην έχω την ευθύνη του εαυτού μου. Είναι βολικό να βρίσκομαι σε ένα ίδρυμα και να περιμένω από τους άλλους να μου δώσουν την τροφή της ζωής. Είναι βολικό να απαλλάσσω τον εαυτό μου από την ευθύνη των επιλογών του, να καταλογίζω στους άλλους αυτά που δεν κατάφερα ή δεν καταφέρνω να κάνω στη ζωή μου. Όμως το τίμημα είναι βαρύ. Μαζί με την ευθύνη χάνω και το δικαίωμά μου να είμαι εγώ ο πρωταγωνιστής της ζωής μου».
Ο συγγραφέας διαχωρίζει επίσης έξοχα την έννοια του φόβου με αυτή του άγχους και του πανικού και δίνει ιδιαίτερη βάση στην άμεση σύνδεση της ψυχής με το σώμα και δε διστάζει να συνδέσεις τις κρίσεις πανικού με τα βαρίδια που κουβαλάει ο καθένας μας από το παρελθόν του ενώ προτρέπει τον αναγνώστη να δοκιμάσει μια νέα σχέση με κάθε πτυχή του εαυτού του προκειμένου να δαμάσει αυτή την ψυχική εξέγερση που ταλανίζει τις ζωές μας. Από τα πραγματικά πολύ βοηθητικά βιβλία ας πούμε αυτοβοήθειας που έχω διαβάσει τελευταία. ...more
«Το χειμώνα, ως θέρμανση, χρησιμοποιούμε την γκαζιέρα μαγειρέματος "Πίτσος", που όλο βούλωνε το μπεκ της και γέμιζε κάπνα το δωμάτιο. Γύρω απ' αυτήν τ«Το χειμώνα, ως θέρμανση, χρησιμοποιούμε την γκαζιέρα μαγειρέματος "Πίτσος", που όλο βούλωνε το μπεκ της και γέμιζε κάπνα το δωμάτιο. Γύρω απ' αυτήν την γκαζιέρα, ακουμπισμένη στο πάτωμα, καθόμασταν, η μάνα μου, η αδελφή μου η Χαρίκλεια κι εγώ, και περιμέναμε τον πατέρα να γυρίσει απ' τη δουλειά, διαβάζοντας, εναλλάξ τα δύο παιδιά, ποιήματα από την ανθολογία του Αποστολίδη, που δε θυμάμαι πια πώς βρέθηκε εκείνη την εποχή στο σπίτι μας, και κλαίγοντας με το "Ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει" του Ζαλοκώστα και άλλα τέτοια θλιβερά που πολύ μας συγκινουσαν τότε, γιατί, φαίνεται, είχαμε αποθέματα λύπης και δε μας έφτανε να κλαίμε μόνο για τη μοίρα μας.»
Ο Αργύρης Χιόνης είναι από τις προσωπικές μου συγγραφικές αδυναμίες. Τον γνώρισα κατά τη διάρκεια της καραντίνας και ο λόγος του με συνάρπασε. Μα τι μοναδικός παραμυθάς και ποιητής, αναδεικνύοντας με μαεστρία την ιδιαιτερότητα του λόγου του. Λυρικός, σχεδόν μελωδικός με τα γραφόμενα του να ηχούν σαν μελωδίες στα αυτιά σου, ατόφιος, ειλικρινής και νοσταλγικός ο Κύριος Χιόνης σε κάνει να χάνεσαι στο λαβύρινθο του έργου του από το οποίο δύσκολα θα βρεις διαφυγή. Η πολιτεία λαβύρινθος είναι μια επιλογή παλαιότερων κειμένων του που δημοσιεύτηκαν κατά κύριο λόγο σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ ανάμεσα τους θα συναντήσουμε και αρκετές αυτοβιογραφικές αναφορές, καθώς και αναφορές- πορτραίτα σε αγαπημένους ομότεχνους του. Πότε με χιούμορ, άλλοτε με νοσταλγία, πότε συναδυάζοντας με μαεστρία το ρεαλισμό με το φανταστικό στοιχείο, άλλοτε μελαγχολικός και ονειροπόλος γράφει για μια άλλη εποχή και μας προσκαλεί με το δικό του μοναδικό τρόπο στο δικό του αφηγηματικό κόσμο.
«Μα, όπως μου τα λες, αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος. –Επικίνδυνος δε λες τίποτα. Να κοίτα εδώ 6 ράμματα μου κάνανε. Και βλέπω πράγματα, έξι ράμματα και, μαζί τις άσπρες ρίζες των ξανθών μαλλιών του ονείρου μου που, κάποτε, μοσχοβολούσε μοσχοσάπουνο και σοκολάτα και, τώρα, μυρίζει ξινισμένο ιδρώτα και δυστυχία».
Ένα ευαίσθητο, ονειρικό μικρό διαμαντάκι που θα το εκτιμήσουν οι λάτρεις του συγγραφέως που αγαπούν να χάνονται στο λαβύρινθο της πένας του. ...more
Τι ζόρικη νύχτα!!! Ή δε θα βλέπω καθόλου όνειρα ή αλλιώς ένα όνειρο που μπορεί να ειναι ή να μην ειναι ονειρο που προμηνύει απώλεια. Χθες βράδυ με πα Τι ζόρικη νύχτα!!! Ή δε θα βλέπω καθόλου όνειρα ή αλλιώς ένα όνειρο που μπορεί να ειναι ή να μην ειναι ονειρο που προμηνύει απώλεια. Χθες βράδυ με παράτησαν σ ένα επαρχιακό δρόμο δίχως λέξη. Από ένα σπίτι πέρα στους λόφους έφεγγε φως μικρό όσο ένα αστέρι. Φοβόμουν όμως να πάω εκει και συνέχισα να περπατω. Ύστερα ξύπνησα με τη βροχή να χτυπάει στο τζαμι. Σ' ένα βάζο πλάι στο παράθυρο λουλουδια. Η μυρωδιά του καφέ, κι εσύ να χαιδεύεις τα μαλλιά σου με χειρονομίες καποιου που λείπει χρόνια. Μα ενα κομματι ψωμί κατω απο το τραπεζι κοντα στα πόδια σου. Και μια σειρά μυρμήγκια μπαινοβγαινουν απο μια ρωγμη στο πάτωμα. Έχεις πάψει να χαμογελάς. Κάνε μου μια χάρη τουτο το πρωι. Τράβα την κουρτίνα και γύρνα στο κρεβάτι. Ξέχνα τον καφέ. Θα προσποιηθούμε πως είμαστε σε ξένη χώρα και ερωτευμένοι. ...more
Ορίστε, αυτό είναι το μόνο πράγμα που αξίζει να υπάρχει στις ιστορίες και στην αληθινή ζωή. Η αγάπη, η αγάπη που δίνουμε στα παιδιά, τα δικά μας και τΟρίστε, αυτό είναι το μόνο πράγμα που αξίζει να υπάρχει στις ιστορίες και στην αληθινή ζωή. Η αγάπη, η αγάπη που δίνουμε στα παιδιά, τα δικά μας και των άλλων. Η αγάπη που κάνει, παρ' όλα όσα υπάρχουν και δεν υπάρχουν, η αγάπη που κάνει τη ζωή να συνεχίζεται...
Το πρώτο βιβλίο της χρονιάς έμελε να είναι ένα τρυφερό γεμάτο ελπίδα και τρυφερότητα παραμύθι. Σε μέρες δύσκολες που χάθηκε η πίστη μας στο καλό και στις ομορφιές της ζωής, « η πιο πολύτιμη πραμάτεια ήρθε να μου υπενθυμίσει πόσο σημαντική είναι η ανθρωπιά και η διατήρηση της ελπίδας. Σε τούτο εδώ το παραμύθι λοιπόν ο συγγραφέας με τρόπο υποδειγματικό συμβάλλει και ο ίδιος στο ιερό καθήκον που έχουν όλοι, τη διατήρηση της μνήμης απέναντι στην κακία των ανθρώπων που δε διστάζουν σε τίποτα προκειμένου να ολοκληρώσουν τα απάνθρωπα και σκοτεινά σχέδια τους. Μια φορά και ένα καιρό λοιπόν, ήταν η σύζυγος ενός ξυλοκόπου. Ψάχνοντας στο δάσος φαγητό να τραφεί, παρακολουθούσε τα τρένα που οδηγούσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης την περίοδο του ολοκαυτώματος. Λες και περίμενε ότι κάποια στιγμή ένα από αυτά τα δέντρα θα της χαρίσει ένα πολύτιμο δώρο. Ετσι και έγινε. Μέσα στην απανθρωπιά και τη φρικαλεότητα, η γυναίκα θα βρει το ένα νεογέννητο μωρό που το πέταξαν από το τρένο για σωθεί και θα γίνει ο φύλακας άγγελος του. Παρά την αγριότητα των γεγονότων η ελπίδα παραμένει άσβεστη και λαμπερή να δείχνει το δρόμο. Ένα φωτεινό αλληγορικό παραμύθι για μικρούς και μεγάλους για να μαθαίνουν όλες εκείνες τις φρικτές στιγμές της ιστορίας και να διδαχτούν ώστε να μην τις επαναλάβουν.
"Τα τραγούδια, οι σημαίες, οι λόγοι, ακόμη και τα βεγγαλικά, όλη αυτή η τρέλα, όλη αυτή η χαρά του θύμιζαν ότι ήταν μόνος, ότι θα είναι για πάντα μόνος, μόνος του να τιμά το πένθος, να κουβαλάει το πένθος της ανθρωπότητας, το πένθος για όλους τους μακελεμένους, το πένθος για τη γυναίκα του, για τα παιδιά του, για τους γονείς του και για τους δικούς τους γονείς. Περνούσε πόλεις και χωριά σαν το φάντασμα, μάρτυρας της ευωχίας, της χαράς, των χαιρετισμών, των όρκων: ποτέ πια τέτοιο πράγμα, ποτέ πια".
Πριν λίγες μέρες μου έκανε βιντεοκλήση ο Sami. Τα λέγαμε για αρκετή ώρα. Ο Sami ζούσε στα Χανιά τα τελευταία 9 χρόνια. Ήρθε στην Ελλάδα κυριολεκτικά πΠριν λίγες μέρες μου έκανε βιντεοκλήση ο Sami. Τα λέγαμε για αρκετή ώρα. Ο Sami ζούσε στα Χανιά τα τελευταία 9 χρόνια. Ήρθε στην Ελλάδα κυριολεκτικά περπατώντας. Διέσχισε τρεις χώρες ξεκινώντας από το Πακιστάν για να φτάσει εδώ στην Κρήτη προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα ο Sami απογοητεύμενος και κουρασμένος αφού το ελληνικό κράτος του αρνείται αυτό που νόμιμα δικαιούται έχοντας συμπληρώσει το απαραίτητο χρονικό διάστημα παραμονής στην Ελλάδα για έκδοση άδειας (σύμφωνα με τη σημερινή νομοθεσία αυτό ανέρχεται στα 7 έτη), πήρε ξανά το μικρό του σακίδιο και ξεκίνησε ένα νέο ταξίδι. Για 3 εβδομάδες ολόκληρες περπατούσε χωρίς να έχει ρούχα, φαγητό και νερό. Και για να μην αρχίσουν οι γνωστοί κακεντρεχείς ότι αυτό είναι παράνομο θα πω ότι είναι εξίσου ανήθικο και παράνομο να έχεις στη δούλεψη σου κάποιον αλλοδαπό να τον έχεις να δουλεύει ώρες ατελείωτες τάζοντας του ένα ξεροκάματο το οποίο όταν θα έρθει η ώρα θα του το αρνηθείς και αυτό γιατί ξέρεις ότι εκείνος χωρίς χαρτιά δε θα μπορέσει να σε κυνηγήσει. Απεχθάνομαι τη λέξη λαθρομετανάστης. Τη διαβάζω συχνά και τη θεωρώ ανήθικη. Κανείς δεν ξεκινάει ένα τέτοιο ταξίδι και θέλει να ζει παράνομα, κανείς δε θέλει να μην μπορεί να βγει από το σπίτι του γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να τον πλησιάσει ένας αστυνομικός και να τον κλείσει στη φυλακή γιατί δεν έχει το πολυπόθητο χαρτί που το ίδιο το κράτος του βάζει χιλιάδες εμπόδια για να μην το εξασφαλίσει. Θαυμάζω τη δύναμη του Sami. Δε θα μπορούσα να το κάνω. Σήμερα έχει πια φτάσει στην Βαρκελώνη άτιμε Σάμι πήγες πριν από εμένα. Εργάζεται σε κατάστημα εστίασης και φτιάχνει σουβλάκια. Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία στην Ισπανία μπορείς να πάρεις άδεια παραμονής τρία χρόνια μετά την είσοδο σου στην χώρα χωρίς την παραμικρή άλλη υποχρέωση. Ο Sami κάνει όνειρα ότι σε 3 χρόνια θα μπορέσει να πάρει τα χαρτιά του και να επιστρέψει στην Κρήτη με αεροπλάνο αυτή τη φορά για να μπορέσει να ξαναπιεί τον αγαπημένο του καφε τον φρέντο καπουτσίνο. Ωραία η Βαρκελώνη Μαρία, είναι καλά εδώ όμως δεν έχει φρέντο. Εδώ τον λέγαμε Σαμουήλ. Ήταν περισσότερο Έλληνας από πολλούς Έλληνες. Γράφω αυτή την ιστορία και διαβάζοντας το αξιόλογο βιβλίο του κυρίου Περιβολάρη με αντίστοιχες ιστορίες μεταναστών αυτό που ήθελα να σχολιάσω αντί κριτικής είναι ένα. Μην είστε απάνθρωποι. Ναι ανάμεσα στο Σάμι και τους ήρωες του βιβλίου υπάρχουν δολοφόνοι, εγκληματίες, άνθρωποι με παρεμβατικές συμπεριφορές. Το ίδιο όμως υπάρχουν και ανάμεσα μας και αυτοί οι άνθρωποι δε γνωρίζουν φύλο και χρώμα και κυκλοφορούν ανάμεσα μας. Δε χρειάζεται να πάρετε κανένα στο σπίτι σας, ούτε καν να γίνετε φίλοι τους. Μπορείτε να συνυπάρξετε αρμονικά γιατί στο τέλος της μέρας τα ίδια πράγματα ζητάτε. Μια καλύτερη ζωή, μια ζωή με λιγότερα βάσανα και περισσότερο φως. Είναι τρομερό ότι εν έτη 2022 που ολόκληρος ο κόσμος βιώνει πρωτόγνωρες καταστάσεις, να πρέπει να εξηγούμε συνεχώς τα αυτονόητα....more
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωσα σαν να μοιραζόμαστε την ίδια μοίρα, σαν να κουβαλάμε την ίδια αγωνία, σαν να δοκιμάζουμε την ίδια απορία. Φορές φορές Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωσα σαν να μοιραζόμαστε την ίδια μοίρα, σαν να κουβαλάμε την ίδια αγωνία, σαν να δοκιμάζουμε την ίδια απορία. Φορές φορές σκέφτομαι ότι θα μπορούσαν να είναι οι καλύτερες δεκαετίες της ζωής μας. Λέω για όσους είχαμε την τύχη ή την ατυχία να συνδέσουμε τη νιότη μας με το 80, το 90 και το 2000, όταν αφήνοντας πίσω πολέμους, εμφυλίους, μετεμφυλιακές διώξεις, ξενιτιές, χούντες και στερήσεις, νιώθαμε όλος τους ούριους ανέμους της οικουμένης να γεμίζουν με ελπίδες τα πανιά μας. Δεν ξέρω που ακριβώς έγινε το λάθος. Ίσως να λατρέψαμε λάθος θεούς, ίσως να αφηγηθήκαμε λάθος ιστορίες, ίσως να φωνάξαμε λάθος συνθήματα, ίσως να μπαρκάραμε με λάθος πλοία, αλλά πολύ πριν μας βρει η κρίση του ’10 είχαμε ήδη χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια μας ή ακριβέστερα είχαμε χάσει τον εαυτό μας μέσα στους εαυτούς μας. Τώρα τσαλαβουτάμε στα ελώδη νερά της σύγχυσης και του αυτοοικτιρμού. Πίνουμε, τραγουδάμε, κάνουμε απολογισμούς, γράφουμε ποιήματα, διαβάζουμε βιβλία, συμπληρώνουμε παζλ γυρεύοντας μια χέρσα γη για να θάψουμε το πτώμα μας. Λοιπόν, δεν κάθομαι μόνο γιατί ο ασθενής είναι ο φίλος που ποτέ δεν είχα, δεν κάθομαι μόνο γιατί στο κείμενο του αναγνώρισα τη γενιά μου, την κοινωνία μου και μένα τον ίδιο. Κάθομαι πρωτίστως γιατί αν μου συμβεί κάτι ανάλογο δεν αντέχω στην ιδέα ότι θα είμαι ξανά μόνος, όπως ήμουν στα διαλείμματα του σχολείου και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή μου. ...more
"Αυτό που με βεβαιότητα ονομάζουμε, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ ονομάζω, ανάμνηση - δηλαδή, μια στιγμή, μια σκηνή, ένα γεγονός που έχει παγιωθεί και άρ"Αυτό που με βεβαιότητα ονομάζουμε, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ ονομάζω, ανάμνηση - δηλαδή, μια στιγμή, μια σκηνή, ένα γεγονός που έχει παγιωθεί και άρα έχει γλυτώσει απ' τη λήθη - είναι στην πραγματικότητα κάτι σαν την αφήγηση μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό και κάθε φορά μπορεί και ν' αλλάζει. Εμπλέκονται τόσα πολλά αντικρουόμενα συναισθήματα, που δεν είμαστε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένοι από τη ζωή μας, και ίσως να είναι η δουλειά του αφηγητή να ανασκευάζει τα πράγματα έτσι ώστε να συμμορφώνονται μ' αυτή την επιθυμία. Όπως και να 'χει, όταν μιλάμε για το παρελθόν δεν σταματάμε ούτε στιγμή να λέμε ψέματα."
Η ιστορία 2 πρώην φίλων. Δυο μικρών παιδιά μεγαλώνουν σε μια αγροτική κωμόπολη. Η μητέρα του αφηγητή πεθαίνει από γρίπη και ο πατέρας του θα βυθιστεί σε θλίψη την οποία δεν ξεπέρασε ποτέ παρά το γεγονός ότι ξαναπαντρεύτηκε. Ο Κλίτους μεγαλώνει στο διπλανό αγρόκτημα. Οι οικογένειες αποκτούν φιλικές σχέσεις. Τα δύο παιδιά αποχαιρετιούνται κάθε βράδυ με τη φράση που αποτελεί και τον τίτλο του βιβλίου. Ένα γεγονός όμως έρχεται να χαράξει τη ζωή και των δυο. Ο πατέρας του αφηγητή θα ερωτευτεί τη μητέρα του Κλίτους. Ο πατέρας του Κλίτους τυφλωμένος από οργή και θυμό για τη μοιχεία της γυναίκας του θα σκοτώσει τον πατέρα του αφηγητή και λιγο καιρό αργότερα αυτοκτονεί. Δυο οικογένειες ξεκληρίζονται, δυο παιδιά μένουν χωρίς τον πατέρα, δυο παιδιά χάνουν το φίλο και συμπαραστάτη τους. Κάθε παιδί βιώνει διαφορετικά την τραγωδία. Ο αφηγητής αδυνατεί να επουλώσει τις πληγές και τώρα χρόνια μετά μέσω της γραφής ψάχνει τη δική του λύτρωση από ένα τραύμα που δεν επουλώθηκε ποτέ και που τον οδήγησε να γυρίσει την πλάτη στον καλύτερο του φίλο τον Κλίτους. Στο τώρα ο αφηγητής Λόυντ, μεγάλος πια θα κληθεί να μετρήσει τις πληγές του και να συμφιλιωθεί με τον Κλίτους. Και κάπως έτσι ξεκινάει και η κεντρική ιδέα του βιβλίου, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ τουλάχιστον που έχει να κάνει με το χρόνο, τον χρόνο που κυλάει αλλά δεν κλείνει για πάντα τις πληγές. Όσο οι πληγές παραμένουν ανοιχτές τόσο η φαντασία μπορεί να υπερισχύσει της πραγματικότητας σε αυτό το δύσκολο αγώνα ελέγχου και καταγραφής συναισθημάτων και καταστάσεων. Το «Αντίο τώρα τα λέμε αύριο» είναι ένα βιβλίο που σίγουρα αποπνέει ανθρωπιά. Η απλότητα της γραφής του σε κερδίζει, διαβάζεται σα σφηνάκι και το ύφος του είναι αρκετά επιβλητικό. Ωστόσο προσωπικά κάτι μου έλειψε. Δε με άγγιξε στο βαθμό που θα περίμενα. Είναι ένα καλό βιβλίο. Η απλότητα του θα κερδίσει μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού, το ίδιο και η ειλικρινής αφήγηση του. Νομίζω όμως ότι θα ήθελα προσωπικά λίγο περισσότερη ανάλυση και εμβάθυνση χαρακτήρων, η έλλειψη των οποίων έκαναν στα δικά μου μάτια τουλάχιστον πιο αδύναμο το συνολικό αποτέλεσμα. Για να το θέσω πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν στιγμές που ένιωθα ότι η ιστορία δε με κερδίζει και στην πραγματικότητα δε με αφορά παρόλο που η κεντρική ιδέα που θεωρώ ότι είναι η ανάγκη του αφηγητή να «θεραπεύσει» μια παλια πληγή που εξακολουθεί να αιμορραγεί και παράλληλα να εξιλεωθεί, πάντα μου έκανε αναγνωστικά. Ενδεχομένως να το κρίνω από λάθος οπτική γωνία. Προτείνεται πάντως όπως και να έχει.