Το Σικελικό ειδύλλιο δεν είναι ειδύλλιο. Είναι το χρονικό της συνάντησης δύο ανθρώπων σε μια μικρή πόλη της Σικελίας, στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Με την πρώτη ματιά, ο αστυνόµος Λούκα Ντε Ματέις και η νεαρή Κοντσέττα Βιτάλε δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από τη σικελική τους καταγωγή: αλλά, καθώς αφηγούνται τα γεγονότα της ζωής τους, φανερώνουν όλο και περισσότερες ομοιότητες· είναι και οι δυο τους, ο καθένας µε τον τρόπο του, ξένοι στον γενέθλιο τόπο· μοιάζουν µε τα αντίθετα είδωλα του ίδιου καθρέφτη. Για τον Ντε Ματέις, ο τίτλος αυτού του βιβλίου ίσως να ήταν Σικελικό γοτθικό — ιστορία τρόμου δυτικά των Συρακουσών· στην Κοντσεττίνα ίσως να ταίριαζε περισσότερο ο τίτλος Κουκλοθέατρο σε τοπίο του Νότου· της άρεσαν οι μαριονέτες· άλλοτε έμοιαζε μικρότερη από την ηλικία της, άλλοτε πολύ μεγαλύτερη. Το Σικελικό ειδύλλιο τοποθετείται στο επαρχιακό περιβάλλον του νησιού εκείνη την όχι και τόσο µακρινή εποχή: μαφιόζικες δολοφονίες, εγκλήματα τιμής, βιασμοί και επανορθωτικοί γάμοι. Ο Ντε Ματέις και η Κοντσέττα Βιτάλε δεν βρίσκουν τη θέση τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Αν και η προτροπή για τον εαυτό τους είναι Ζήσε!, όλα πάνε στραβά, σχεδόν όλα: ο Ντε Ματέις βρίσκει τον σικελικό τρόπο θανάτου και η Κοντσέττα αρνείται να συμμορφωθεί µε τον σικελικό τρόπο ζωής.
Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε Φαρμακευτική στη Φυσικομαθητική Αθηνών, Ιστορία και Πολιτισμούς στην Εcole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι, Ιστορία της Αμερικανικής Πόλης στη Νέα Υόρκη καθώς και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι θαυμαστές της Σώτης Τριανταφύλλου τονίζουν τη δυνατότητα του έργου της να 'ταξιδεύει' μέσα από μια ποικιλία εικόνων, σε διάφορα μέρη του πλανήτη και διάφορες ιστορικές περιόδους (από τις γειτονιές της Νέας Υόρκης, μέχρι τα σπίτια της ελληνικής κοινότητας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το Λονδίνο των αρχών του 20ου αιώνα). Στο έργο της Σώτης Τριανταφύλλου συμπεριλαμβάνεται η αρθρογραφία της σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Τα άρθρα της στον αθηναϊκό τύπο αντικατοπτρίζουν τις αριστερές ανθρωπιστικές αξίες, ενώ πολλές φορές παράλληλα στέκονται κριτικά απέναντι στη αριστερά και τις επιλογές της στο χρόνο. Έχει γράψει τρεις συλλογές διηγημάτων («Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι», «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ», «Άλφαμπετ Σίτυ»), δύο βιβλία για τον κινηματογράφο («Κινηματογραφημένες πόλεις», «Ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου 1976-1992»), τέσσερα μυθιστορήματα («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», «Αύριο, μια άλλη χώρα», «Ο υπόγειος ουρανός», «Το εργοστάσιο των μολυβιών») καθώς και ένα βιβλίο για παιδιά «Η Μαριόν στα ασημένια νησιά και τα κόκκινα δάση» (1999). Εργάζεται επίσης ως μεταφράστρια, επιμελήτρια εκδόσεων, reader σε εκδοτικούς οίκους και καθηγήτρια της Ιστορίας του Κινηματογράφου.
Μια πολύωρη διακοπή ρεύματος ήταν η αφορμή για να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο σε λίγες μόνο ώρες. Μα τι ωραίο βιβλίο ρε παιδιά. Εδώ και χρόνια δεν είχα διαβάσει κάποιο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου όμως το σικελικό ειδύλλιο ήταν ένα υπέροχα μελωδικό αναγνωστικό ταξίδι. Μελαγχολικό και συνάμα ταξιδιάρικο και νοσταλγικό, το σικελικό ειδύλλιο αποτελεί υποδειγματικό παράδειγμα για το πώς μπορεί να συνδυαστεί αρμονικά η ιστορία με τη λογοτεχνία χωρίς αυτό να σημαίνει ότιμιλάμε για ένα καθαρά ιστορικό βιβλίο. Η ιστορία μας διαδραματίζεται στη Σικελία γύρω στη δεκαετία του 50, σε μια κοινωνία πατριαρχική, καταπιεσμένη και οπισθοδρομική κοινωνία όπου για παράδειγμα ο βιαστής ενός κοριτσιού απαλλάσσεται των κατηγοριών αν παντρευτεί το θύμα του. Η συγγραφέας ξεδιπλώνει το χρονικό συνάντησης των δύο ηρώων του βιβλίου, δυο ανθρώπων εκ διαμέτρου αντίθετους, που δεν τους ενώνει τίποτα κοινό παρά μόνο η καταγωγή τους. Ο Λούκα ντι Ματέις, αστυνομικός στο επάγγελμα, ένας άνθρωπος που κουβαλάει τους δικους του σταυρούς μεταξύ των οποίων και ο θάνατος της κόρης του. Πολεμά τη μαφία και κατά βάθος είναι ακόμα ερωτευμένος με την πρώην γυναίκα του. Σε ένα μπομπινόφωνο καταγράφει τις σκέψεις και αναμνήσεις του.
“Εμείς οι άνδρες δεν είμαστε άτομα. Είμαστε μέλη ενός ομοιόμορφου πλήθους: πιτσιλίζουμε τη λεκάνη της τουαλέτας, κοιτάμε τα οπίσθια των γυναικών σαν να μας έχουν προγραμματίσει μ’ αυτά τα αμερικανικά προγράμματα ρομπότ- κι όταν βρισκόμαστε πολλοί μαζί, είμαστε ικανοί για ανεπανόρθωτες βλακείες. Ακόμα και για φρικαλεότητες. Αγελαία ζώα. Ζώα. Παραλλαγές του ίδιου προτύπου που αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στο ίδιο ερέθισμα. Ρομπέρτα, δεν έχασες τίποτα. Μάλλον γλίτωσες”.
Στην αντίπερα όχθη η Κοντσεττα Βιτάλε, ένα μάλλον αγύριστο κεφάλι που αρνείται να συμμορφωθεί στα ήθη και έθιμα της εποχής της. Ένα ανυπότακτο και ελεύθερο και ονειροπόλο πνεύμα που ψάχνει τη δική της θέση στον κόσμο με το αίσθημα της ευγένειας και καλοσύνης να διαμορφώνουν την ψυχή και το χαρακτήρα της. Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκα αρκετές σελίδες μέχρι να κατανοήσω τον τρόπο που αυτοί οι δύο θα συνδεθούν. Ο τίτλος του βιβλίου είναι μάλλον παραπλανητικός καθώς το βιβλίο περισσότερο είναι ένας ύμνος στη φιλία παρά στον έρωτα. Δύο άνθρωποι φαινομενικά αταίριαστοι με το ίδιο μότο ζωής. Ζήσε. Vivere
“Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής δεν συνέβησαν τελικά: ο πατέρας δεν με πριόνισε, δεν έμεινα έγκυος, άρα δεν γέννησα παιδί αγριανθρώπου. Αρχίσαμε να πληρώνουμε pizzu-φόρο στη Μαφία-, έτσι οι Κλέσερι δεν έβαλαν φωτιά στο ξυλουργείο, ούτε μας γκρέμισαν το σπίτι. Ο Πάμπλο δεν με κακομεταχειρίστηκε όπως ο Τσαμπανό την Τζελσομίνα, εφόσον δεν πήρα το καράβι για την Αργεντινή. Το καράβι έφτασε στην Αργεντινή, άρα δεν ναυάγησε στον Ατλαντικό, κι εγώ γλύτωσα από μια ακόμα συμφορά.Ούτε έχω τυφλωθεί πρός το παρόν: θα μαζέψω λεφτά στον κουμπαρά μου για να πάω στον οφθαλμίατρο να μου γράψει γυαλιά. Ελπίζω να μου πάνε, να μην είμαι σαν κουκουβάγια. Τώρα, τον Ιούλιο του 1958, ο πατέρας κάθεται με τη φανέλα μπροστά στο ανεμιστηράκι, η μάνα φτιάχνει μαρμελάδα κι εγώ περιμένω να γίνω αυτή που θα γίνω: ο Ντε Ματέις έλεγε πως ζούμε το πολύ δυο φορές.Vivere! Θα ζήσω δύο ζωές. Τουλάχιστον δύο”
Μια υπέροχη τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής με απίστευτη συγγραφική δεινότητα που ξεχειλίζει ζωντάνια και ταλέντο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ένα τρυφερό, «πλατωνικό» ειδύλλιο δυο ανθρώπων που αντιστέκονται στις οπισθοδρομικές κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής, δε συμβιβάζονται με αυτές και στο τέλος της μέρας είναι δυο αντίθετα είδωλα που κοιτούν τον ίδιο καθρέφτη. Απλό και ταυτόχρονα μυστήριο, γεμάτο. Σαγηνευτικό. Σαν το αγαπημένο νεγκρόνι του Λούκας ντι Ματέις. Ζήσε λοιπόν. Ζήσε. 4*
Λούκα ντε Ματέις και Κοντσέττα Βιτάλε. Δύο άνθρωποι που συναντιούνται στο Ροβιντόρο της Σικελίας. Αυτός στη μέση ηλικία του πια και αυτή στην αρχή της, μόλις 17 χρονών. Η Κοντσέττα είναι ένα κορίτσι διαφορετικό απ' ό,τι θα περίμενε κανείς να βρει στη συντηρητική, πατριαρχική, θρησκόληπτη Σικελία όπου δεσπόζει η μαφία. Μια νέα γυναίκα με όνειρα, επιθυμίες να σπουδάσει, να ζήσει μακριά από αυτό το καταπιεστικό περιβάλλον, με ερευνητική και κριτική σκέψη, που αρνείται να υποταχθεί στις κοινωνικές προσταγές. Ένα κορίτσι που τολμά να ορθώσει ανάστημα και αποφασίζει για το μέλλον του. Ο ντε Ματέις ζει με τα φαντάσματα των αναμνήσεων μιας πρότερης ζωής, με όσες μνήμες έχει επιλέξει να κρατήσει έξω από την "ξεχνιέρα". Πληγωμένος, κουβαλώντας το βάρος των επιλογών του, κρατιέται στη ζωή κάνοντας αυτοσκοπό του την εξόντωση της μαφίας. Προσπαθεί να συλλέξει στοιχεία, αψηφώντας απειλές και κινδύνους, ώστε να ξεριζώσει από τον γενέθλιο τόπο του το καρκίνωμα του οργανωμένου εγκλήματος. Ο ντε Ματέις βυθίζεται στο θάνατο τη στιγμή που η Κοντσέττα σφύζει από ζωή. Η σχέση τους, κάθε άλλο παρά ερωτική, είναι γεμάτη συναισθήματα αμοιβαίου θαυμασμού, προστασίας, ενδιαφέροντος και αγάπης για όσα αντιπροσωπεύει ο ένας για τον άλλο. Η αφήγηση γίνεται με δύο φωνές. Κοντσέττα και ντε Ματέις μας μιλούν διαδοχικά και εξιστορούν τα γεγονότα της ζωής τους κάνοντας αναδρομές στο παρελθόν, συνθέτοντας την εικόνα της ζωής στη Σικελία του 1950. Μια κοινωνία ανθρώπων θωρακισμένων, που βρίσκονται μόνιμα σε άμυνα έχοντας σε βάθος χρόνου υπάρξει στόχος διαφορετικών κατακτητών. Είναι η περίοδος της μετά-φασιστικής Ιταλίας όπου η Cosa Nostra έχει ισχυροποιηθεί, εδραιωθεί και επεκταθεί στην Αμερική.
Για μια ακόμη φορά η Σώτη Τριανταφύλλου μας αποδεικνύει τη δυναμική της γραφή, ένα συνονθύλευμα συγκίνησης, χιούμορ, στοχασμού.
Το «Σικελικό Ειδύλλιο» είναι το πρώτο βιβλίο της Σωτης Τριανταφυλλου που έρχεται στα χέρια μου και σίγουρα όχι το τελευταίο . Μια έξυπνη ιστορία με ωραίο τρόπο γραφής και όμορφες περιγραφές γύρω από δυο τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες . Το βιβλίο μας μεταφέρει στην Σικελια του 1950 όπου η μαφία κυριαρχεί. Η Κοντσέττα και ο Ντε Ματεις οι κεντρικοί μας ήρωες, αν και έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας οι κακουχίες τους δένουν όχι ερωτικά αλλά φιλικά . Θα βοηθήσουν ο ένας τον άλλο με τον δικό τους τρόπο . Αν με ρωτάτε για το αν η ιστορία είναι ένα ελαφρή ανάγνωσμα θα σας πω με βεβαιότητα πως όχι. Είναι μια ιστορία με έντονους χαρακτήρες που τους συμπονείς και τους αγαπάς .Μια ιστορία ρεαλιστική αν και φανταστική .
Το «Σικελικό Ειδύλλιο» της Σώτης από τις Εκδόσεις Πατάκη, ήταν τελικά κάθε άλλο από ένα ερωτικό ειδύλλιο, όπως θα πίστευε ένας ανυποψίαστος αναγνώστης, βρίσκοντας το σε ένα βιβλιοπωλείο. Δεκαετία του 50’ στο νησί της Σικελίας. Δύο παράλληλες φωνές, της Κοντσέττα Βιτάλε και του Λούκα ντε Ματέις. Εκείνη μόλις στα 17 της, αυτός μεσήλικας. Εκείνη ζωηρή, ονειροπόλα με φιλοδοξίες και εκείνος βυθισμένος στη μελαγχολία των φαντασμάτων του παρελθόντος.
Μου πήρε αρκετές σελίδες για να κατανοήσω πλήρως το πως οι δυο αυτές φωνές του μυθιστορήματος εντέλει ταυτίζονταν με έναν τρόπο. Σε μια μετα-φασιστική περίοδο για την Ιταλία, όντας σε μια συντηρητική, θρησκόληπτη κοινωνία, καταφέρνουν να μην υποταχθούν στις προσταγές της και να ορθώσουν ανάστημα για να δουν προς το φως.
Δεν ξέρω αν η Σώτη θέλησε με πρόφαση της Σικελία να αναφερθεί εν μέρει στην Ελλάδα και τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας, ωστόσο, αποδεικνύει ξανά ότι γράφει σαν ξένη λογοτέχνης και αφήνει ηχηρά τ�� αποτύπωμα της.
Από τα όμορφα αναγνώσματα του φετινού καλοκαιριού. Η Σώτη Τριανταφύλλου επανέρχεται για μια ακόμη φορά με μια εντελώς διαφορετική θεματολογία. Η ατμόσφαιρα θυμίζει κάτι από παλιό ιταλικό κινηματογράφο. Μεταφασιστική Ιταλία, Σικελία, Μαφία, διαφθορά, συντηρητισμός, ανθρώπινοι χαρακτήρες της σικελικής υπαίθρου και δύο φωνές που μιλούν εκ παραλλήλου, ο αστυνόμος Ντε Ματέις και η μικρή επαρχιώτισσα Κοντσέττα Βιτάλε. Ο πρώτος επιδίδεται σε έναν αγώνα εναντίον των μαφιόζων παραβλέποντας κάθε κίνδυνο που απειλεί τη ζωή του, η δεύτερη εναντιώνεται στις συντηρητικές αντιλήψεις της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αθωότητα, αφέλεια και χιούμορ. Η σχέση που τους συνδέει αποπνέει τρυφερότητα και ευαισθησία. Και ναι! "Τα μεγάλα ταξίδια και τα μεγάλα καράβια χρειάζονται θάρρος." Όμως, το σύνθημα και των δύο τους είναι ένα και το αυτό: "Vivere!", "Ζήσε!"
Δύο αφηγητές, η νεαρή Κοντσέτα Βιτάλε και ο μεσήλικας αστυνομικός Λούκα ντε Ματέις διασταυρώνονται και αναπτύσσουν μια σύντομη πλατωνική σχέση, ένα ιδιότυπο σικελικό ειδύλλιο στα μέσα της δεκαετίας του '50.
"Πάντως στο σχολείο, όταν μάθαμε για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ξαφνιάστηκα: νόμιζα ότι πολεμούσαν προ Χριστού Ρωμαίοι με κράνη και Έλληνες με χιτώνες, που άφησαν αρχαία ερείπια εδώ στη Σικελία -κι ότι δεν υπήρχαν ανάμεσα μας επιζώντες όπως ο Αρτούρο".
"Ρομπέρτα, να ξέρεις, δεν μου αρέσει ο εαυτός μου όταν είσαι μακριά μου. Αλλά σήμερα όταν η Κοντσεττίνα έκανε να φύγει για να πάει στο σχολείο, της έπιασα το χέρι και το φίλησα- μου άρεσε ο εαυτός μου. Ήταν μια υπόσχεση φιλίας. Εκείνη γέλασε και τράβηξε το χέρι της. Ίσως και να κοκκίνισε"
Το λάτρεψα αυτό το βιβλίο! Νομίζω πως δεν πέρασε ούτε μια σελίδα που να μην θαυμάσω την αφηγηματική ικανότητα της Τριανταφύλλου. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στην Σικελία του 1950 και εκτυλίσσεται μεσα από τις εναλλαξ διηγήσεις των δυο πρωταγωνιστων, του αστυνομικού Λούκα Ντε Ματέις, που εχει ως στόχο ζωής να εξαρθρωσει τα κυκλώματα της σικελικης μαφίας και να χώσει ολους τους μαφιόζους στη φυλακή, και της νεαρής Κοντσέττα Βιτάλε που δουλεύει ως καθαρίστρια στο αστυνομικό τμήμα και ταυτόχρονα πηγαινει στο νυχτερινό σχολειο. Οι ήρωες γνωρίζονται και συνδεονται με μια βαθιά φιλια και εκτιμηση. Μέσα στη βαθια πατριαρχική και συντηρητική επαρχιώτικη κοινωνία ο ενας βλεπει στο προσωπο του αλλου εναν φαρο ελπίδας.
Στη Σικελία εκείνης της εποχής οι άνθρωποι ειναι αμόρφωτοι, κουτοπόνηροι και γεματοι προκαταλήψεις - οπως φαντάζομαι ότι συνεβαινε και στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Η μαφία έχει απλωσει τα πλοκάμια της σε ολες τις εκφάνσεις της ζωής και οι άνθρωποι φαίνεται να το παιρνουν αυτο σαν δεδομένο. Ενώ φοβούνται τους ανθρώπους της μαφίας, ταυτόχρονα τους σέβονται και τους προσκυνάνε και ενιοτε ζητανε εκδουλεύσεις και πληρώνουν το λεγόμενο pizzu, το χρηματικό τίμημα δηλαδη που απαιτείται για να τους αφήνουν ήσυχους.
Ειναι πραγματικα εντυπωσιακο το ποσες γνώσεις εχει η Τριανταφύλλου και το ποσο φυσικα αυτες εντάσσονται στο κειμενο, ειναι σαν να διαβάζουμε το ημερολόγιο κάποιου ντόπιου Σικελου της εποχής εκείνης. Μεσα απο τη μαγικη της πενα ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, διαβάζουμε για πολέμους, για την κατάκτηση της Αβησσυνιας από τους Ιταλούς, για απεργιες και ενα σωρο αλλα ιστορικά γεγονότα, για ηθη και έθιμα, ταινιες, ηθοποιούς και τραγούδια της εποχής. Απόλαυσα ιδιαίτερα και το ιδιοτυπο χιούμορ που διακατέχει τις διηγήσεις των πρωταγωνιστών με τους οποιους συνδέθηκα πολυ έντονα. Θα μου λείψει ο Λούκα, θα μου λείψει η Κοντσέττα, θα μου λειψει και ο εκπληκτικός τροπος γραφης της Τριανταφυλλου!
Δυο παράλληλες αυτοπροσωπογραφίες δυο φαινομενικά αταίριαστων ανθρώπων που συναντιούνται με φόντο τη Σικελία της δεκαετίας του 50. Για μένα η Σώτη Τριανταφύλλου συνεχίζει να υπάρχει (μόνο) στα μυθιστορήματα της. Μελαγχολικό και παρήγορο την ίδια στιγμή.
Μέσα από το σικελικό ειδύλλιο μεταφέρθηκα στη Σικελία της δεκαετίας του 50 μία βαθιά οπισθοδρομική εποχή κ ιδιαίτερα στο Ριβοντόρο όπου βρίσκονται οι δύο ήρωες μας, η Κοντσέττα κ ο Λούκα ντε Ματέις και όχι μην προτρέχετε δεν πρόκειται να διαβάσετε για κανένα ειδύλλιο παρά τον παραπλανητικό του τίτλο... θα ξεγυμνωθεί μπροστά στα μάτια σας μία εποχή γεμάτη στερεότυπα που οι άνθρωποι αγωνιούν περισσότερο για το τι θα πει ο κόσμος παρά για το πως θέλουν πραγματικά να ζήσουν. Φτώχεια και δεινά διαμορφώνουν χαρακτήρες. Θα διαβάσετε για γονείς που μέσα από την πειθαρχία κ την βαναυσότητα καθορίζουν τις τύχες των παιδιών τους...
Μου θύμισε την εποχή που περιγράφεται κ στο Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή ,τα ίδια στερεότυπα ,οι ίδιες κοινωνικές νόρμες, πατριαρχικές κ βαθιά οπισθοδρομικές κοινωνίες που τρέμουν περισσότερο το να "μη σου βγει το όνομα" παρά το θάνατο. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες είναι η ιταλική μαφία ή αλλιώς η cosa nostra, που δυστυχώς κινεί όλα τα νήματα μέσα από τον φόβο, την τρομοκρατία κ τις δολοφονίες. Γιατί ποιος είπε ότι εκείνη την εποχή οι διαφορές στην Ιταλία λύνονταν με συζήτηση? Θα διαβάσετε όπως είπε και ο ήρωας μας για σικελούς που τους λείπει ο ανδρισμός και το θάρρος αλλά τους περισσεύουν τα νταηλίκια και το θράσος.
Οι ήρωες είναι σαν αστέρια που προσπαθούν να φωτίσουν όλη αυτή τη μαυρίλα κ να πάνε κόντρα σε όλα τα κοινωνικά κατεστημένα κάνοντας τη δική τους επανάσταση.Αλλά πόσο φως μπορούν να εκπέμψουν απέναντι σε όλες αυτές τις σκιές που υψώνονται?
Επίσης πρέπει να έχετε γερό στομάχι όχι τόσο για τη σκηνή του βιασμού αλλά για τη μετέπειτα αντίδραση των οικείων, θα σας έρθει το αίμα στο κεφάλι ,γιατί ο βιασμός είναι ΒΙΑΣΜΟΣ δεν υπάρχουν ελαφρυντικά ούτε διαβαθμίσεις και ποτέ δεν φταίει το θύμα. Δυστυχώς ακόμα κ αυτό εκείνη την εποχή ήταν διαφορετικό αλλά μήπως τελικά ακόμα κ στις μέρες μας τα πράγματα δεν αλλαξαν??? #kamiamoni γιατί η δεκαετία του 50 μπορεί να φαντάζει μακρινή αλλά η κοινωνία μας δεν ξεμάκραινε πραγματικά από εκεί...
Στο «Σικελικό ειδύλλιο», η Σώτη Τριανταφύλλου, μας μιλάει και μας περιγράφει τον προσωπικό αγώνα που δίνει μια νεαρή κοπέλα μέσα σε μια δύσκολη κοινωνία της Σικελίας. Η δράση εκτυλίσσεται σε μια μικρή πόλη της Σικελίας, το Ριβοντόρο σύμφωνα με την φαντασία της συγγραφέως. Στο Ριβοντόρο, όπως και σε όλη την Ιταλία του ΄50, ο λαϊκισμός του Μουσολίνι εξακολουθεί να επικρατεί, οι φασίστες συνεχίζουν να επηρεάζουν την κοινωνία και καθόλου τυχαίο το όνομα που έχει επιλέξει η συγγραφέας για τον θείο της Κονσέττας, τον Βίτο, που παραπέμπει στον ανιψιό του Μουσολίνι. Η νεαρή Κονσέττα Βιτάλε, ζει με την οικογένεια της και προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε αυτή την οπισθοδρομική κοινωνία. Είναι αρκετά τολμηρή για τα δεδομένα της πόλης και κάποιες φορές οι κινήσεις της μπορούν να θεωρηθούν ακραίες, όπως την ημέρα που πήγε να εξομολογηθεί και αρνήθηκε να δώσει τον οβολό στον παπά. Η συγγραφέας, μας παρουσιάζει σιγά σιγά την εξέλιξη αυτού του κοριτσιού, που θα αγωνιστεί μόνη της για τα πράγματα που τις αξίζουν, (θα γραφτεί στο σχολείο και όταν το τελειώσει θα γίνει νοσοκόμα ή δικαστής) σε μια κοινωνία που η ατιμία και η εγκληματικότητα επικρατούν. Μην ξεχνάμε, βρισκόμαστε στην Σικελία του ΄50, είναι η εποχή της μαφίας, η εποχή που οι κάτοικοι πληρώνουν pizzu (χρήματα για μαφιόζικη προστασία), γίνονται βιασμοί χωρίς τιμωρία και γάμοι για να καλυφθούν οι ατιμίες των ανδρών. Συμπαραστάτης της στον αγώνα αυτόν θα είναι ο αστυνομικός Λούκας Ντε Ματέις, ο οποίος έχει χάσει την μικρή του κόρη και χωρισμένος, τώρα θα δώσει όλη την αγάπη και την στοργή του στην νεαρή Κοντσέττα Βιτάλε. Δυστυχώς, όμως ενώ το μότο και των δύο ηρώων είναι «Ζήσε», η ζωή έχει ήδη κάνει τα σχέδια της για αυτούς τους δύο τολμηρούς ήρωες. Ο Ντε Ματέις θα δολοφονηθεί και η νεαρή Κονσέττα τελικά θα συμβιβαστεί με την σικελική ζωή και θα σταματήσει να ��αλεύει.
Εξαιρετικό απλά!!! Πρώτη φορά διαβάζω Σωτη Τριανταφυλλου και μπορώ να πω ότι μαγεύτηκα από την γραφή της. Φοβερή αίσθηση του χιούμορ, διάχυτη μεσα στις αφηγήσεις της Κοντσεττα, σε μια Ιστορία για την ύπαιθρο της Σικελιας που φανερά καταδεικνύει την νοοτροπία όλου του Ευρωπαϊκού Νότου την εποχή εκείνη. Μια κοπέλα «επαναστάτρια» της εποχής, εγκλωβισμένη στα «πρέπει», που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της σε μια προβληματική κοινωνία, όχι πολύ μακριά από την δικη μας όπως προείπα. Ιστορίες δυο διαφορετικών ανθρώπων αριστοτεχνικα μπλεγμένες μεταξύ τους κι ένα αποτέλεσμα καθαρό 5αρι από την αρχή ως το τέλος…
Είναι το δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως που διαβάζω και μου άρεσε πολύ περισσότερο από το προηγούμενο. Έξυπνο με την αφήγηση, σαρκαστικό και δηκτικό ταυτόχρονα. Η νοοτροπία της Σικελίας, όπως την περιγράφει, μου θυμίζει λίγο την νοοτροπία της Κρήτης. Το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης δυστυχώς παραμένει επίκαιρο.
Το «Σικελικό Ειδύλλιο» της Σώτης Τριανταφύλλου με εξέπληξε θετικά! Συνήθως, όταν οι συγγραφείς γράφουν για παλαιότερες δεκαετίες, είτε θα ωραιοποιούν το παρελθόν κάνοντάς το να μοιάζει ιδανικό είτε θα το περιγράφουν με τρόπο που να μοιάζει ανοίκειο σε μας.
Η Σώτη Τριανταφύλλου, όμως, έχει το χάρισμα να αναπλάθει με τρόπο ζωντανό και παραστατικό ένα κόσμο του χθες-τη Σικελία του 50- και χωρίς ωραιοποιήσεις να αφηγείται την ιστορία της Κοντσέττα και Λούκα Ντε Ματέις. Κοινωνικά θέματα που αφορούν και την κοινωνία του σήμερα θίγονται με χιούμορ χωρίς, όμως, αυτό να τους στερεί τη σοβαρότητα. Δεν ξέρω αν η συγγραφέας ήθελε να μιλήσει για την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας ως μεταφορά τη Σικελία ή ήθελε να δημιουργήσει τον δικό της κόσμο. Αυτό έχει μικρή σημασία. Οι ήρωές της είναι ρεαλιστικοί, παλεύουν ο καθένας με τα προβλήματά του. Προβλήματα, ωστόσο που σχετίζονται άμεσα με τη νοοτροπία και τις κοινωνικές συνθήκες εκείνης της εποχής. Ο Λούκα Ντε Ματέις είναι ο ήρωας που προσπαθεί να κάνει το σωστό, ακόμα και όταν όλοι του λένε να τα παρατήσει. Η Κοντσέττα θέλει να χαράξει τη δική της πορεία, δεν επικρίνει την οικογένεια της και τους συμπατριώτες της, ταυτόχρονα όμως δεν συμβιβάζεται με τον τρόπο ζωής και τις κοινωνικές νόρμες που θέλουν να της επιβάλλουν.
Για μένα το «Σικελικό Ειδύλλιο» είναι μια κριτική στις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες που μας αναγκάζουν να δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τα ‘κακώς κείμενα’, να μην αντιδρούμε στο λάθος και να δεχόμαστε ως κανονικότητα την αδικία και την κακία. Οι ήρωες, στο βιβλίο, επαναστατούν και η επανάσταση φέρει το τίμημά της. Ένα βιβλίο που σε γεμίζει δύναμη να κάνεις το σωστό και μην τα παρατάς.
Νατουραλισμός, ρεαλισμός και διάθεση εξομολόγησης μιας ταλαιπωρημένης γυναίκας και ενός αστυνομικού, φανατικού καταδιώκτη της σικελικής μαφίας, χαρακτηρίζει το νέο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου Σικελικό Ειδύλλιο.
Η συγγραφέας δεν χρειάζεται, φυσικά, συστάσεις, ούτε και η ιδιαίτερη, χωρί�� συναισθηματικές εξάρσεις γραφή της, αλλά ούτε και ο τρόπος με τον οποίο μπλέκει αριστοτεχνικά, για άλλη μία φορά, την Ιστορία με τη Λογοτεχνία.
Το τελευταίο της βιβλίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιστορικό μυθιστόρημα, απεναντίας μάλιστα. Όμως, μέσα από τις προσωπικές εξομολογήσεις των δύο πρωταγωνιστών διαφαίνεται ολοκάθαρα η μεταπολεμική Ιστορία της Σικελίας και, σε κάποιον βαθμό, και ολόκληρου του ιταλικού έθνους.
Πρόθεση της συγγραφέως, βέβαια, δεν είναι η ιστορική πληροφόρηση του αναγνώστη, αλλά η ανάδειξη της προσωπικότητας των δύο πρωταγωνιστών, του συναισθηματικού και του ιδεολογικού τους κόσμου. Η βόλτα στις ατραπούς της Ιστορίας προκύπτει μέσα από αυτήν ακριβώς την προσπάθεια της Σώτης ως “παράπλευρη απώλεια”, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η συγγραφέας δεν απεικονίζει πιστότατα τα ιστορικά γεγονότα τα οποία τυγχάνει να συναντούν τα προσωπικά βιώματα των ηρώων της. Ούτε μπορεί να αγνοήσει, φυσικά, τις ορδές των κατακτητών ανά τους αιώνες, από τους Έλληνες, ως τους Νορμανδούς και τους Άραβες που άφησαν ο καθένας το δικό του στίγμα στο πολύπαθο νησί.
Το ίδιο ακριβής είναι και η απεικόνιση του χώρου. Η σικελική ύπαιθρος αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο, με τα χρώματα, τα αρώματα και την υπέροχη φύση της, το ίδιο και η αστική δομή των πόλεων του ιταλικού Νότου, όλα υπό τη σκιά της διάσημης σικελικής μαφίας, που πέφτει βαριά επάνω στις ζωές των κατοίκων του νησιού. Διότι είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για τη Σικελία, χωρίς να αναφερθεί στη διαβόητη ιταλική μαφία. Η υπόλοιπη κριτική στο φρακταλ
Ισως το πιο ώριμο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου. Πώς στην ευχή καταφέρνει και μπαίνει τόσο καλά και με τέτοια άνεση σε τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα-χώρες-εποχές είναι απορίας άξιον. Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο βιβλίο της. Τι καλά να ήταν με ελληνικό θέμα! Νοσταλγώ λίγο το "Εργοστάσιο Μολυβιών". Με τη σημερινή της ωριμότητα θα είναι αξεπέραστο!
Εξαιρετικό κοινωνικό μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει στην Σικελία του 1950. Με την μοναδική γραφή της κ. Τριανταφύλλου που μας μαγεύει ..τα λόγια είναι περιττά!
Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου, «Σικελικό Ειδύλλιο», που εκτυλίσσεται στη Σικελία της δεκαετίας του ‘50 η συγγραφέας τοποθετείται πίσω από περσόνες που υπαγορεύουν μια ιδιαίτερη τακτική συγγραφής. Το συναντάμε και στο πρόσφατο συγγραφικό παρελθόν της αυτό: βλ., για παράδειγμα, «Το τέλος του Κόσμου σε Αγγλικό Κήπο», Πατάκης 2017. Στο παρόν μυθιστόρημα διαβάζουμε εναλλάξ δύο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις: της Κοντσέττας Βιτάλε και του Λούκα Ντε Ματέις. Η Κοντσέττα, μια έφηβη που πασχίζει να τελειώσει το σχολείο μάς αφηγείται την ιστορία της παρά το γεγονός ότι από την αρχή δηλώνει ότι «[...] εγώ δεν ξέρω να διηγούμαι ιστορίες, αλλά ξέρω να γράφω – και όπως είπα, μιλάω συνεχώς, ακόμα κι όταν τρώω [...]» (σ. 37). Ο Λούκα, από την άλλη, μας μεταφέρει τις εξομολογήσεις του έτσι όπως τις υπαγορεύει σε ένα μπομπινόφωνο εποχής ενώ πίνει το ένα νεγκρόνι μετά το άλλο. Και τα δύο πρόσωπα του έργου, με άλλα λόγια, δεν παρέχουν εχέγγυα κάποιας αξιόλογης συγγραφικής ικανότητας. Δεν εμφανίζεται δηλαδή κάποιος παντεπόπτης αφηγητής που ο αναγνώστης εύκολα θα μπορούσε να τον μπερδεύει με τη συγγραφέα. Όταν το βιβλίο συνίσταται σε τέτοιες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις –ξεκάθαρα προσωπεία της συγγραφέως– δεν γίνεται να μην συναντάει ο αναγνώστης ατοπήματα και αστοχίες που όμως έχουν τεχνηέντως αφεθεί να παρεισφρήσουν στο κείμενο.
Η Τριανταφύλλου μπαίνει στον κόπο να ανασκευάσει με σχετική επιτυχία το σκηνικό μιας ολόκληρης εποχής σε μια κωμόπολη της Σικελίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, αλλά αφηγείται –οι ήρωές της το κάνουν δηλαδή– μια ιστορία που βρίθει, σε μια πρώτη ανάγνωση, κοινοτοπιών. Και μάλιστα κοινοτοπιών που φέρνουν έντονα Ελλάδα. Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου διερωτώμαι αν εσκεμμένα εναποθέτει τόσα στοιχεία που μόνο ελληνικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Είμαι της άποψης ότι αυτό είναι σκόπιμο. Πιθανώς σε μια απόπειρα ιδιότυπης ανάδειξης του ελληνικού σε οικουμενική κλίμακα, ή, απλώς από αγάπη και προσήλωση σε έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, αντιστικτικά προς τον κοσμοπολιτισμό που ενίοτε αφήνει να είναι διακριτός στο πρόσωπό της. Όταν δηλαδή αναφέρει ότι κάποιος ήρωας παίζει «Προπό», στη Σικελία του ‘50, ή μας δίνει ελληνικές παροιμίες από το στόμα Σικελών «[...] βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του [...]» (σ. 51), ή αναφέρει τρεις φορές ότι η Σικελία είναι «η χώρα της φαιδράς φράπας» αφήνοντας τον αναγνώστη να κάνει τον παραλληλισμό με το σχεδόν δημώδες «φαιδρά πορτοκαλέα», ή όταν αφήνει να φανούν οι ομοιότητες της πατριαρχίας αλλά και του καθολικισμού που δυναστεύει τα ήθη και έθιμα των ανθρώπων της εποχής· όταν σωρευτικά συμβαίνουν όλα αυτά και διαβάζει κάποιος και το μότο, του Έλιο Βιττορίνι, που ανοίγει το βιβλίο: «[...] προειδοποιώ τον αναγνώστη ότι ο πρω��αγωνιστής δεν είναι αυτοβιογραφούμενο πρόσωπο και η Σικελία που τον πλαισιώνει και τον συνοδεύει είναι η Σικελία από καθαρή τύχη. Επειδή η Σικελία ηχεί καλύτερα στ’ αυτιά μου από την Περσία ή τη Βενεζουέλα». Όταν λοιπόν τα συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης όλα αυτά αρχίζει να διερωτάται αν πίσω από την κοινότοπη ιστορία κρύβεται και μια επιθυμία παραλληλισμών με τα εγχώρια που τόσο ομοιάζουν στα σικελικά. Τα πράγματα όμως χρήζουν ακόμα περισσότερης προσοχής. Στην πρώτη σελίδα μαθαίνουμε ότι ο Λούκα δολοφονείται από τη σικελική μαφία. Ο ένας από τους δύο α��ηγητές μας δηλαδή θ�� καταλήξει νεκρός, άρα, αφού αυτό το μαθαίνουμε αμέσως, το ενδιαφέρον μας ως αναγνωστών δεν εντοπίζεται σε μια προσδοκία κάποιου ανοιχτού μέλλοντος για τον ήρωα που θα μπορούσε να συντηρηθεί κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και που η συγγραφέας θα μπορούσε να διαλύσει στο τέλος του βιβλίου. Υπάρχει βαθύτερος λόγος γιατί μαθαίνουμε από την αρχή το τέλος του Λούκα.
Παρακολουθώ τη Σώτη Τριανταφύλλου από χρόνια, ήδη από το "Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης", ενώ λίγα ιστορικά μυθιστορήματα έχω απολαύσει όσο "το εργοστάσιο των μολυβιών". Κάποια από πλέον πρόσφατα πονήματά της, όπως το "Αστραφτερά πεδία" και το "Λούνα Παρκ στο Ιερό Βουνό" ομολογώ ότι δοκίμασαν κάπως τις αντοχές μου και την αγάπη μου στη γραφή της. Γι' αυτό ίσως και το Σικελλικό ειδύλλιο το άρχισα με επιφύλαξη, την οποία διαδέχτηκε η ανακούφιση. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Σικελία του '50, με τη μαφία να μεσουρανεί και να ρυθμίζει τις ζωές. Πρωταγωνιστές η Κοντσέττα Βιτάλε και ο Λούκα ντε Ματέις. Εκείνη 17 χρονών, ξεχωριστή, διηγείται με απλοϊκότητα αλλά και με τη λαχτάρα να ξεφύγει από τη διαγεγραμμένη πορεία. Εκείνος, καραμπινιέρος. Ταγμένος να ξεσκεπάσει τη μαφία, μόνος, αβάσταχτα θλιμμένος, τραγικά ιδεαλιστής. Η Μαφία τον σκοτώνει και η Κοντσέττα χάνει τον μοναδικό άνθρωπο που την κατάλαβε ποτέ, σε μια κοινωνία βαθιά οπισθοδρομική, γεμάτη ταμπού και προκαταλήψεις. Γραμμένο με γλαφυρότητα που αναδεικνύει τον συγγραφικό χαμαιλεοντισμό της Τριανταφύλλου (υπάρχει άραγε ήπειρος, χώρα ή κατάσταση την οποία δεν μπορεί να περιγράψει άραγε σαν να την έχει ζήσει πραγματικά; σαν να ήταν κομμάτι της;) και με έναν τρόπο που ρουφάει τον αναγνώστη στον τόπο και τον χρόνο του. Το κλείνεις και αναρωτιέσαι αν είσαι στ' αλήθεια στον καναπέ σου ή θα δεις να ξεπροβάλλουν από τη γωνία η Μανουέλα, η Φορτουνάτα και η Ρουζού, ή τις φλόγες από ένα ακόμη κατάστημα που αρνήθηκε να πληρώσει pizzu...
Εξαιρετικο εξώφυλλο, το βιβλιο ομως μέτριο. Παρακολουθω και εκτιμω πολυ τη Σωτη Τριαντάφυλλου, το βιβλιο ομως το διαβασα βιαστικά και ανυπομονα. Ο τροπος γραφης της πλεον ειναι ίδιος εδω και δεκαετίες, ηρωες λιγο αιθεροβάμονες, λιγο άτυχοι, λιγο καταπιεσμένοι απο την κοινωνια κ τια νόρμες της, αλλα καλωσυνατοι και με εσωτερικη ελευθερια. Το ιδιο αλτερ εγκο της προφανως μια στη Ρωσία, μια στην Αφρικη, μια στη Γεωργια, τωρα στη Σικελια. Μαυρο χιουμορ κ ειρωνία με πολυ αισθηση δικαίου και αυτοδικαίωσης στα κίνητρα και πράξεις που στεγνώνει ολη την ιστορια απο την υποθεση της. Ολα εξυπηρετούν τη μάχη του μοναχικού καλού ηρωα με την κοινωνια. Συμβαινουν σαν σε καρικατούρες οχι αληθινα γιατι φιλτράρονται παρα πολυ απο την επιθυμια της να δικαίωσει εναν δυο ηρωες, τα υπολοιπα προσωπα ειναι σκιές. Δεν πλάθει ζωντανους χαρακτήρες πλάθει ηθικα μοντέλα σε συγκρουση.
Οσο ρεαλιστής και στιβαρός στις ιστοριες του ειναι ο Χωμενίδης, τοσο αντιρεαλιστρια, εμμονική με καποια μετεφηβικη αγνοτητα ψυχής ειναι η Τριαντάφυλλου. Δυστυχως επαναλαμβάνεται ξανα και ξανα, σαν χρονογράφος και πολιτικος σχολιαστής αφορα ακομη, σαν συγγραφεας πρωτότυπων βιβλιων νομιζω καπου το χασε πια. Το χουμε δει το εργο της, ισως στο δοκίμιο πλεον να χει να δωσει περισσοτερα. Συγνωμη Σωτη σε αγαπω και εκτιμω το μυαλο σου αλλα καπου μ εχεις κουρασει:) Αν ξεπεράσεις τον μανιχαισμο που σε διακρίνει για την αιωνια πάλη του καλού με το κακο και οι ιστοριες σου δεν θα ναι δασκαλιστικες για το πως ειναι να σαι καλος σ ενα κακο κοσμο, θα επιστρεψω:)
2,5/5. Κρίμα, πολύ κρίμα. Μια καλή ιδέα, που χωλαίνει στην εκτέλεση. Εντάξει, η Τριανταφύλλου δεν διακρίνεται για την πλοκή στα έργα της (τουλάχιστον στα όσα έχω διαβάσει), πλεονεκτεί όμως στο ύφος, στη ρέουσα γραφή και στην απόδοση χαρακτήρων. Εδώ όμως, η επιλογή της πρωτοπροσωπης γραφής με δύο διαφορετικούς αφηγητές δημιουργεί επιπλοκές. Αν είχε χρησιμοποιηθεί τριτοπροσωπη αφήγηση, από παντογνώστη αφηγητή, νομίζω ότι θα έβγαζε πολύ καλύτερο αποτέλεσμα. Το να έχουν σχεδόν το ίδιο ύφος οι αφηγήσεις μιας 17χρονης χωριατοπούλας που προσπαθεί με το ζόρι να τελειώσει το νυχτερινό σχολείο και ενός καλλιεργημένου 50αρη αξιωματικού των καραμπινιέρων είναι εξ ορισμού άστοχο, παρά τις επιτηδευμένες προσπάθειες διαφοροποίησης, με πινελιές αφέλειας από την πλευρά του κοριτσιού. Με λίγα λόγια δεν πείθει για την αυθεντικότητά της ούτε η μία φωνή, ούτε και η άλλη, που υποτίθεται ότι προέρχεται από την απομαγνητοφώνηση ενός προφορικού ημερολογίου, η οποία, όμως, αποδίδεται με τέλεια επιμελημένη σύνταξη. Όσον αφορά τη γενικότερη δομή του έργου, δεν έχω πρόβλημα που, αν και ο αγώνας του καραμπινιέρου είναι κατά της μαφίας, η Τριανταφύλλου κινείται επιφανειακά και δεν μπαίνει σε λεπτομέρειες. Προφανώς το έργο δεν είναι crime fiction, το είπαμε, σκοπός είναι η ανάδειξη χαρακτήρων. Και εδώ το αποτέλεσμα είναι καλύτερο, αν και κάποιος μπορεί να μην αρέσκεται στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο της μοναξιάς που διακρίνει συνήθως τους χαρακτήρες της Τριανταφύλλου. Με λίγα λόγια, η σημαντική υστέρηση αφορά το τεχνικό κομμάτι, που όμως ενοχλεί αρκετά και εξουδετερώνει τις όποιες αρετές. Και πάλι κρίμα
Οι μονόλογοι δύο ηρώων, ενός ονειροπόλου αστυνόμου, που μετά από μια περιπετειώδη προσωπική και επαγγελματική ζωή καταλήγει στη γενέτειρά του Σικελία, και μιας ντόπιας κοπέλας από φτωχή οικογένεια. Ο πρώτος, πληγωμένος από την προσωπική του ζωή (έχασε τη μικρούλα κόρη του από τύφο, η γυναίκα του μετά από αυτό τον εγκατέλειψε), έχει βάλει σαν στόχο της καριέρας του και της ζωής του την εξόντωση της μαφίας στο νησί. Η δεύτερη, παιδί μιας τυπικής-για την εποχή -Σικελιώτικης οικογένειας, που μεγάλωναν τις κόρες με μοναδικό σκοπό το γάμο, που δεν εννοούσε να αποδεχθεί τη μοίρα της: «Η μάνα ήθελε να με παντρέψει και να με ξεφορτωθεί όπως ξεφορτώθηκε τις αδελφές μου. Ο πατέρας είπε ότι δεν έχουμε λεφτά για γυαλιά κι ότι εφόσον θα σταματήσω το σχολείο τα γυαλιά είναι περιττά, όπως και τα βιβλία· το θέμα έλεγε, ήταν να ᾽χει καλά μάτια ο γαμπρός για να με δεί· τα δικά μου μάτια δεν είχαν και τόση σημασία.» Η γνωριμία της με τον αστυνόμο (τοποθετήθηκε σαν καθαρίστρια του αστυνομικού σταθμού) τη βοήθησε να μείνει σταθερή στις δικές της αξίες, ακόμη κι όταν υπήρξε θύμα μαφιόζικων συμπεριφορών. Μια συνηθισμένη θα έλεγα ιστορία, που όμως η μαγική πένα της Σώτης Τριανταφύλλου την μεταμορφώνει σε ένα ανάγνωσμα που δεν θέλεις να αφήσεις από τα χέρια σου.
Ενώ ξέρεις από την αρχή ότι ο πρωταγωνιστής είναι νεκρός, παρόλα αυτά κάπως μου κακοφάνηκε που πέθανε κ εξαφανίστηκε στο τέλος του βιβλίου χωρίς να μάθουμε πώς κι από ποιον. Ούτε καν η πρωταγωνιστρια δεν λέει κάποια λεπτομέρεια για το θάνατο του. Πέρα από αυτό είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσεις και σε κάνει ακομα μια φορά να συνειδητοποιεις πόσο λίγο έχουν αλλάξει οι ανθρώπινες κοινωνίες και σχέσεις από το 1950 μέχρι σήμερα.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Γνώρισα την Τριανταφύλλου από το Τέλος του κόσμου σε Αγγλικό Κήπο. Είμαι ενθουσιασμένη μ αυτή την πανέξυπνη συγγραφέα. Ίσως η καλύτερη από τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς για μένα. Έξυπνη και πρωτότυπη δομή, ήρωες ανάγλυφοι, ενδιαφέρουσα πλοκή, μη αναμενόμενο σκηνικό, χωρίς αποφθέγματα, σοφίες, μελοδράματα, θίγει θέματα πάντα επίκαιρα, με κοφτερή γλώσσα.
Μπορει ο χαρακτήρας της Σωτης Τριανταφύλλου να προκαλει αρνητικα σχόλια, αλλά οτι ξέρει να γράφει ειναι αδιαμφισβήτητο. Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί και συνεχώς έχεις την αίσθηση οτι η συγγραφέας ειναι βέρα Σιτσιλιάνα. Και μόνο το τελευταίο ειναι εντυπωσιακό! Οπως σε μεταφέρει η γηγενης Φεράντε στη Νάπολη του παρελθόντος, το ίδιο καταφέρνει και η Σώτη με την Σικελία χωρίς να έχει μεγαλώσει εκεί.
Δύο παραλληλες ζωές, Κοντσέττα και ΝΝτε Ματεις στον Σικελικό Νότο. Διαφορετικες αφετηρίες, ίδια διαδρομή για ένα μικρό χρονικό διάστημα και διαφορετικό και για τους δύο τέλος. Ευαίσθητο μυθιστόρημα που τονίζει την ηθικολογική και συντηρητική μορφή της Σικελικής κοινωνίας της δεκαετίας του'50.