Παρίσι, τέλη της δεκαετίας του ’60. Ο Γκασπάρ Φρενέλ είναι ένας φιλόδοξος νέος κινηματογραφιστής. Με μια 16άρα κάμερα στον ώμο, κάνει σκοπό της ζωής του να αποτυπώσει σε φιλμ τα σημαδιακά ιστορικά γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του. Ο Μάης του ’68, τα ανεπούλωτα τραύματα του Πολέμου της Αλγερίας, η γενοκτονία του λαού της Μπιάφρα, οι βίαιοι εξισλαμισμοί στην Αφρική, η δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, είναι μερικά από τα θέματα που τον απασχολούν.
Ένας «κινηματογράφος-αλήθεια», που αιχμαλωτίζει την κοινωνική εξέγερση και τη βία τη στιγμή που διαδραματίζονται.
Η αφήγηση εκτυλίσσεται μέσα από τις αναμνήσεις της Λουκίας Βακαρή, μιας Ελληνίδας σπουδάστριας κινηματογράφου στο Παρίσι, η οποία ενηλικιώνεται, ερωτεύεται και ωριμάζει, με έντονο και ενίοτε οδυνηρό τρόπο, στον απόηχο των μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και στη δίνη κρίσιμων προσωπικών αποφάσεων, επιχειρώντας να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: Μπορεί ένας καλλιτέχνης να διαχειριστεί, χωρίς απώλειες, το αδιανόητο με τα εκατομμύρια των νεκρών ή ό,τι απέμεινε από μια γενοκτονία, ένα ολοκαύτωμα, ένα αιματηρό πραξικόπημα; Σε ποιο βαθμό διασώζεται η ιστορική μνήμη μέσω εικόνων και αφηγήσεων; Είναι όλες οι μαρτυρίες των επιζώντων αδιάψευστες; Έχει ο κινηματογράφος τη δύναμη να συλλαμβάνει με ακρίβεια τις πραγματικές διαστάσεις των γεγονότων, ή αυτό είναι εν μέρει μόνο εφικτό;
Η Μαρία Γαβαλά γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σκηνοθέτησε κινηματογραφικές ταινίες (μεταξύ άλλων Περί έρωτος-Χρυσάνθη, Το άρωμα της βιολέτας, Το μαγικό γυαλί), έγραψε κριτικές για τον κινηματογράφο, μετέφρασε θεωρητικά – κινηματογραφικά κείμενα καθώς και λογοτεχνικά έργα, έγραψε μυθιστορήματα (Η υπηρέτρια των αγγέλων, Η κυρία του σπιτιού, Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα, Στη δροσιά των κήπων μου, Ακραία καιρικά φαινόμενα, Λεμονόκηπος) και μια συλλογή διηγημάτων (Από γυαλί). Το 2018 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της, Κόκκινος Σταυρός, από τις εκδόσεις Πόλις.
Βιβλία 2018 Kόκκινος Σταυρός, Εκδόσεις Πόλις 2012 Ο λεμονόκηπος, Εκδόσεις Κέδρος 2011 Από γυαλί (συλλογή διηγημάτων), Εκδόσεις Κέδρος 2006 Τα κορίτσια της πλατείας, Εκδόσεις Πόλις 2003 Ακραία καιρικά φαινόμενα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2001 Στη δροσιά των κήπων μου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας 1999 Παραθαλάσσιο θέρετρο τον χειμώνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας 1996 Η κυρία του σπιτιού, Βιβλιοπωλείο της Εστίας 1994 Η υπηρέτρια των αγγέλων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας
Φιλμογραφία Ταινίες μεγάλου μήκους 1988 Το μαγικό γυαλί (Κρατικό Βραβείο Ποιότητος) 1985 Το άρωμα της βιολέτας Ταινία μεσαίου μήκους 1982 Χρυσάνθη (Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μεσαίου Μήκους, Φεστιβάλ Γυναικείου Κινηματογράφου της Φλωρεντίας) Ταινίες μικρού μήκους 1979 Αφήγηση/περιπέτεια/γλώσσα/σιωπή 1977 Από τη μια άκρη στην άλλη 1976 Κρεπ ντε Σιν (Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης για Ταινίες Μικρού Μήκους) Μεταφράσεις 2017 Λουί Μαλ-Πατρίκ Μοντιανό: Λακόμπ Λυσιέν (σενάριο), εκδ. Πόλις 2016 Jean-Christophe Grangé, Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές, εκδ. Καλέντη 2014 Jean-Christophe Grangé, Καϊκέν, το μαχαίρι της τιμής και της αγάπης, εκδ. Καλέντη 2014 David Khayat, Ο δρόμος της ελπίδας: Οι εξομολογήσεις του καθηγητού Καγιάτ, εκδ. Καλέντη 2011 Emile Zola, Νανά, Ειδικές εκδόσεις 4π 2011 Tristan Garcia, Η καλύτερη πλευρά των ανθρώπων, εκδ. Πόλις 2009 Anne Wiazemsky, Κορίτσι, εκδ. Πόλις 2009 Pierre Assouline, To πορτρέτο, εκδ. Πόλις 2008 Frédéric Strauss, Anne Huet, Η κατασκευή μιας ταινίας, εκδ. Πατάκης 2008 Michel Chion, To μιούζικαλ, εκδ. Πατάκης 2008 Paul Desalmand, Ένα βιβλίο για πέταμα, εκδ. Πόλις
Άλλο ένα βιβλίο της Μαρίας Γαβαλά που απόλαυσα, αν και λίγο λιγότερο από τον Κόκκινο Σταυρό. Έντονες, κινηματογραφικές εικόνες (με το όνομα του Γκοντάρ στον τίτλο, αλίμονο) για ιστορικά φορτισμένες -και γεμάτες ταραχές- περιόδους σε Γαλλία και Ελλάδα. Οι ήρως του βιβλίου αληθινοί, άλλοτε δυνατοί άλλοτε αδύναμοι, ενίοτε και αντι-ήρωες, τους οποίους η συγγραφέας τους ψυχογραφεί βαθιά για να τους καταλάβει κι αυτή κι εμείς, χωρίς να γίνεται διδακτική. Άνθρωποι που είναι μέσα στα ιστορικά γεγονότα και προσπαθούν -μεταξύ άλλων- να μας κάνουν να αναρωτηθούμε σε ποιον βαθμό διασώζεται η ιστορική μνήμη μέσω εικόνων και αφηγήσεων αν πάρουμε ως δεδομένο ότι όλες οι μαρτυρίες των επιζώντων είναι αδιάψευστες (κάτι που δεν είναι καθόλου δεδομένο).
Αφήσηση που ρέει, ψύχραιμη ματιά που δεν της λείπει το συναίσθημα, και ο κινηματογράφος που προβάλλει τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς της Γαβαλά. Τέτοια βιβλία θέλουμε.
«Η εξαθλίωση δεν χρειάζεται απλούς θεατές, έστω μη απαθείς, ούτε μικρούς συμπονετικούς στρατιώτες, αλλά αληθινούς μαχητές για να περιφρουρήσουν τον ξεπεσμό». full review to come
Η συγγραφέας ανήκει ήδη στις αγαπημένες μου πένες, καθώς συνδυάζει τις λογοτεχνικές της ικανότητες με τις ιστορικές της γνώσεις και αναζητήσεις, αλλά και προβληματισμούς. Αυτή τη φορά έχουμε έναν ενδιαφέροντα μονόλογο μιας ��ρωίδας, η οποία περνάει τα φοιτητικά της χρόνια στο Παρίσι την ίδια περίοδο με τη Χούντα στην Ελλάδα. Η συγγραφέας μας παρουσιάζει εξαιρετικά το προσωπικό-ατομικό βίωμα να γίνεται συνολικό μέσα από όσα ζουν η ηρωίδα και άλλα πρόσωπα που την περιβάλλουν. Τόσο η πολιτικοκοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, αλλά και της Γαλλίας (Μάης του ’68, Αλγερινό ζήτημα κτλ.) είναι αυτά που θα παίξουν ρόλο στα σταδιακά βήματα ωρίμανσης και ενηλικίωσης της. Το βιβλίο αναδεικνύει την αγάπη της συγγραφέως για τον Κινηματογράφο, αλλά και το ρόλο της Τέχνης και των μέσων της, όπως το ντοκιμαντέρ, στη διατήρηση της Μνήμης και της διάδοσης των ιστορικών γεγονότων. Για μια ακόμη φορά η Γαβαλά με οδηγεί να γεμίζω σημειώσεις και υπογραμμίσεις το βιβλίο της, όπως έκανε και στο προηγούμενό της «Κόκκινος Σταυρός»! Υπάρχουν μοναδικές σελίδες που εκφράζουν με δυναμικότητα και πάθος αλήθειες που ίσως κάποιοι ακόμη δυσκολεύονται να παραδεχτούν… «ο πολιτικός κινηματογράφος μπορεί να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, την υλικότητα της σάρκας, και να διατυπώνει τον λόγο του σώματος (…) Το σημαντικό γεγονός υπάρχει. Είναι καταγεγραμμένο στις χαμένες μαρτυρίες των ανθρώπων (ανάδειξη της αξίας της προφορικότητας και των μαρτυριών στην ιστορική γνώση)(…) Επιδιώκαμε να φέρουμε στο φως ιστορίες ειπωμένες αλλιώς, για να διαβαστούν όπως θα διαβάζονταν μέσα από βιβλίο. Φοβερό βιβλίο που αξίζει να αναζητηθεί!
"...άνθρωποι είμαστε, δεν είμαστε Θεοί, άνθρωποι, απλοί άνθρωποι, όμηροι του αδύνατου και του ανολοκλήρωτου."
Η Λουκία Βακαρή είναι η μοναχοκόρη μιας αστικής οικογένειας στην Ελλάδα. Στα τέλη της ταραγμένης δεκαετίας του 1960 μεταβαίνει στο Παρίσι για σπουδές. Επιλογή της ο κινηματογράφος, μεγάλη αγάπη και της συγγραφέως Μαρίας Γαβαλά. Η Λουκία αφηγείται τη ζωή στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών και όσα βιώνει στο Παρίσι ένα χρόνο μετά τον Μάη του '68. Ανάμεσα σε δύο χώρες και ανάμεσα σε δύο άνδρες. Ο Γκασπάρ, φιλόδοξος κινηματογραφιστής που επιδιώκει να καταγράψει όσα ταλανίζουν την κοινωνία. Οι διαμαρτυρίες που οδήγησαν στον Μάη του '68, οι διαδηλώσεις, ο πόλεμος για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, η αποικιοκρατία στην Αφρική, ο εμφύλιος πόλεμος στη Νιγηρία που οδήγησε στη γενοκτονία στην Μπιάφρα. Ο Γκασπάρ που διακινδυνεύει τη ζωή του για να αποτυπώσει την Ιστορία στο φιλμ. Ο Γκασπάρ που τόσο θα ερωτευτεί. Ο θείος Στέφανος, ο δίδυμος αδερφός του πατέρα της, η μεγάλη της αδυναμία. Ο θείος Στέφανος που την έβγαζε από το προστατευτικό κουκούλι των γονιών, της έδειχνε τον κόσμο, της μάθαινε χορό. Ο θείος Στέφανος, εξαίρετος μαθηματικός και γεμάτος ζωή. Ο θείος Στέφανος που κρατούσε την αντικαθεστωτική του δράση κρυφή μέχρι τη σύλληψη του. Δεσμοί έρωτα και δεσμοί οικογένειας. Μια προσπάθεια ενηλικίωσης και αποκοπής από τον ομφάλιο λώρο, κρατώντας απόσταση ασφαλείας από έναν έρωτα που την επηρεάζει επιδιώκοντας τον αυτοκαθορισμό. Η Ιστορία όπως συμβαίνει στην ολότητά της και η προσπάθεια καταγραφής και αποτύπωσης της πλησιάζοντας αυτή την ολότητα στο σύνολο των εκφάσεών της, διασώζοντας την ιστορική μνήμη, διασφαλίζοντας αμεροληψία και αντικειμενικότητα. Όπως αναφέρει η ίδια η συγγραφέας "Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται σε αυτή τη συνεχή αναμέτρηση ανάμεσα στο μεγάλο και στο μικρό, στην επιτυχία και στην αποτυχία, στο εφικτό και στο ανέφικτο. "
Ελλάδα κ Γαλλία στα τέλη των 60's κοιλοπονουν για την προστασία της αστικής τάξης. Αλγερινοί κ κομμουνιστές στην ίδια μοίρα, κυνηγημένοι στις ίδιες τους τις πατρίδες από τους εθνοσωτηρες
Πρέπει να σε αφορά άμεσα για να πάρεις θέση ή όταν φτάσει η φωτιά στην αυλή σου είναι ήδη πολύ αργά;
Με ντοκιμαντερίστικο μάτι κ καθόλου ρεπορταζιακο, η Μαρία Γαβαλά παίρνει θέση , βάζοντας τους χαρακτήρες της να πληρώσουν το αντίστοιχο τίμημα
Ωραία αφήγηση, αποφεύγει τη συναισθηματική φόρτιση με μεστή πρόζα που δεν αναλώνεται στα χιλιο ειπωμενα
Είναι δύσκολο να μη συνδέσεις το πυκνό μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά με το γκονταρικό A Bout De Souffle («Με Κομμένη την Ανάσα»). Ο δικός της Γκασπάρ φυσικά δεν είναι ο Μπελμοντό, ούτε η Λουκία της είναι η Τζιν Σίμπεργκ, αλλά στις σελίδες του Μικρού Γκοντάρ είναι παρούσα τόσο η αμηχανία της ερωτικής σχέσης δυο ξένων στο Παρίσι, όσο και η ατμόσφαιρα που επιβάλλει το ιστορικό πλαίσιο της εποχής: η «Μαύρη Νύχτα» του 1961, ο Μάης του ’68, η άνοιξη της Πράγας, ο πόλεμος του Βιετνάμ, η χούντα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Όπως στην εν λόγω ταινία, έτσι και σε αυτό το μυθιστόρημα η ματιά της Γαβαλά (σαν κάμερα στο χέρι) κινείται αδιάκοπα, με πλάνα διαρκείας (ενίοτε παγωμένα), jump cuts, φυσικό φωτισμό, συνθέτοντας στο τέλος ένα σύνθετο καλλιτεχνικό κολάζ της ίδιας της ζωής, εκείνης μα και κάθε εποχής.
Ο Μικρός Γκοντάρ είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης από τα χέρια της έμπειρης Μαρίας Γαβαλά. Ο τίτλος προφέρεται κάποια στιγμή σκωπτικά από τη μητέρα της ηρωίδας, της Λουκίας Βακαρή, καθώς σχολιάζει τον Γκασπάρ Φρενέλ, τον νεαρό κινηματογραφιστή που τυγχάνει να είναι και εραστής της κόρης της. Η αναφορά στον Γκοντάρ έχει να κάνει τόσο με την ταινία του «Ο μικρός στρατιώτης» (1960) που, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας, «αποτέλεσε και το έναυσμα για τη συγγραφή» του μυθιστορήματος, αλλά και με μια φράση του, μέρος της οποίας δίνει τον τίτλο στο καταληκτικό κεφάλαιο του μυθιστορήματος: «Η Αφρική είναι η μόνη ήπειρος που μπορεί να νικήσει την Αμερική, αφού είναι γεμάτη ιστορίες ειπωμένες αλλιώς».
Η γραφή της Γαβαλά είναι γραφή εικονιστική που αντλεί από τις κινηματογραφικές καταβολές της. Έτσι, η πτώση του νεαρού Γκασπάρ Φρενέλ από έν�� κλαδί δέντρου καθώς κινηματογραφεί μια διαμαρτυρία για τη γενοκτονία του λαού της Μπιάφρα συνιστά κατά κάποιο τρόπο και τη γενεσιουργό αφορμή της καλλιτεχνικής/μυθιστορηματικής του ύπαρξης. Μπορεί να μην είναι αυτή η αιτία που ο Γκασπάρ κατατρύχεται από την εμμονή να δίνεται ψυχή τε και σώματι σε χαμένες μάχες και ανυπέρβλητα εμπόδια, αλλά ο νεαρός κινηματογραφιστής κυριολεκτικά σκάει μέσα στις διαδηλώσεις με τον μοναδικό τρόπο που αυτό μπορεί να καταστεί δυνατό: με ένα γδούπο πάνω στο αφιλόξενο έδαφος της αδιάφορης φύσης των καταστάσεων του κόσμου. Η ηχώ τής πτώσης αυτής όμως θα διατρέξει το κείμενο (σ. 54, 56, 68, 74, 75) ως λάιτ μοτίφ αφύπνισης, η σημασία του οποίου συνοψίζεται στη φράση που υποτίθεται ότι ξεστομίζει ο Γκασπάρ: «[...] να υπερπηδάς το διαχωριστικό μεταξύ ατολμίας και αποφασιστικότητας και να βρίσ��εις τον ηρωισμό που πηγάζει από την αδυναμία» (46). Και λέω «υποτίθεται» γιατί το μυθιστόρημα είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο, κάπως σαν ένα μονοπλάνο που παίζεται μέσα στο μυαλό της Λουκίας Βακαρή καθώς παλεύει να βρει τον βηματισμό της. «Όλες τούτες οι παλαβές ιστορίες θα σε βοηθήσουν να βγεις απ’ το καβούκι σου» (σ. 49), θα της πει η μητέρα της εκεί, προς την αρχή του μύθου και θα δώσει στον μυθιστορηματικό ειρμό την αναγκαία ώθηση που θα μας οδηγήσει στην κορύφωση.
Διάβασα το βιβλίο δύο φορές σε διάστημα τριών ημερών, γιατί αρχικά δυσκολεύτηκα να βρω τον προσανατολισμό μου. Η Γαβαλά αφήνεται (όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά της: Κόκκινος Σταυρός, Πόλις 2018) στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιας φοιτήτριας, κινηματογράφου αυτή τη φορά, που καταφθάνει, στον απόηχο των συνταρακτικών γεγονότων της προηγούμενης χρονιάς, το 1969 στο Παρίσι. Το μυθιστόρημα έχει κάτι ρομαντικά ονειροπόλο έτσι όπως εκτυλίσσεται στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, γιατί η Γαβαλά είναι σα να ξαναπιάνει, μέσα από τα μάτια της ηρωίδας της ένα νήμα ματαιωμένων προσδοκιών. Καλομαθημένη, φορέας νεανικών βεβαιοτήτων, με εμμονή στην καθαριότητα (δομικό χαρακτηριστικό του μικροαστισμού της), από οικογένεια με παρελθόν στην οινοποιία/βιομηχανία, η Λουκία αποπειράται «να βγει από το καβούκι της» μέσα στην πολυτάραχη χρονική περίοδο που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα. Θα διαπραγματευτεί την αφύπνισή της μέσα από τα εργαλεία της τέχνης που έχει επιλέξει: τον κινηματογράφο. Η Γαβαλά, με τη σειρά της, θα συγκεράσει τη γραφή με την κινηματογράφηση χαρίζοντας στον αναγνώστη αυτή την εικονιστική γραφή, που ανέφερα στην αρχή, που σε αρκετά σημεία καθίσταται σχεδόν αμιγώς περιγραφική απεκδυόμενη τις αξιακές παρεμβολές: η Γαβαλά κινηματογραφεί με τη γραφή της το σκηνικό της εποχής και, παράλληλα, εκτελεί και χρέη μοντέρ στον εαυτό της καθώς στοχάζεται στο αντικείμενό της (θα αναφερθώ παρακάτω στη σημασία του διπόλου κινηματογράφηση/μοντάζ). Το κείμενο όμως είναι αναμφισβήτητα και έμπλεο νεότητας –ας μην ξεχνάμε ότι μιλάει μια δεκαοχτάχρονη– με την ερωτική αφύπνιση της Λουκίας να συναγωνίζεται τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα του τέλους της δεκαετίας του ’60. Η Λουκία, στις περιπλανήσεις της στο Παρίσι παρασύρεται από τις ποικίλες «ξόβεργες» (το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου) με τις οποίες διασταυρώνεται· «ξόβεργες» που ερεθίζουν τόσο τις δημιουργικές όσο και τις ερωτικές της απολήξεις καθώς αφήνεται σε συνειρμούς που συνιστούν ίδιον της νεότητας. Η ανάγνωση στα καφέ, η δημιουργική παρατήρηση των περαστικών, αλλά και η ενεργή παρουσία των κλοσάρ που η ηρωίδα με δέος και περιέργεια αποπειράται να εντάξει στο πρόγραμμα σπουδών της καθώς τους σχεδιάζει με νεανική αφέλεια στα τετράδιά της ως παρακαταθήκη για υλικό σεναρίων. Όλα αυτά, σιγά σιγά, θα αποτελέσουν τον βυθό του σκηνικού που λαμβάνει χώρα το έργο που διαβάζουμε. Η Λουκία πιστεύει ότι «η υπεράσπιση του βυθού» (επίσης κεφάλαιο του βιβλίου) είναι κομβική στην πορεία της καθώς αναστοχάζεται, αυτολογοκρίνεται, προβαίνει στις απαραίτητες διορθώσεις, και αφήνεται στην τύχη και στα νεύματα των ερεθισμάτων της εμπειρίας ενώ συνάμα συνδιαλέγεται διαρκώς και με το παρελθόν τής μητέρας της, του πατέρα της, και του πολιτικού κρατούμενου θείου της, που κατά κάποιο τρόπο είναι ένας δεύτερος πατέρας αλλά και λανθάνων εραστής της.
Το μυθιστόρημα Ο μικρός Γκοντάρ, της Μαρίας Γαβαλά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, είναι ένα βιβλίο που αναφέρεται στον έρωτα και τον κινηματογράφο.
Αφηγήτρια –σε πρώτο πρόσωπο– και κύρια πρωταγωνίστρια του έργου είναι η Λουκία Βακαρή, φοιτήτρια σε σχολή κινηματογράφου στο Παρίσι. Δευτεραγωνιστής με σχεδόν ίδια βαρύτητα ο φίλος της Γκασπάρ Φρενέλ, φέρελπις αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής-ντοκιμαντερίστας. Το κάτι σαν παρωνύμιο «μικρός Γκοντάρ» αναφέρεται στον τρόπο που θέλει να αποτυπώσει τα γεγονότα, όπως ακριβώς και ο πραγματικός, μεγάλος του σινεμά, Ζαν Λυκ Γκον��άρ.
Το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας –τέλη της δεκαετίας του Εξήντα, αρχές της δεκαετίας του Εβδομήντα– είναι ένα από τα πιο κρίσιμα χρονικά διαστήματα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπάρχει η διάθεση και η ισχυρή βούληση των κρατών, κυρίως των αφρικανικών, για αποτίναξη του ζυγού των αποικιοκρατών. Είναι σε εξέλιξη ο πόλεμος του Βιετνάμ, η άνοιξη της Πράγας, ο Μάης του ’68, η σφαγή των Αλγερινών διαδηλωτών στις όχθες του Σηκουάνα το 1961, η χούντα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα.
Εντός λοιπόν αυτού του πλαισίου, η συγγραφέας τοποθετεί τον έρωτα. Και τον κινηματογράφο ασφαλώς, που δεν είναι τίποτα άλλο από την απεικόνιση, το καθρέφτισμα της ίδιας της ζωής,· με τις όποιες ενστάσεις, με τις όποιες καλλιτεχνικές πινελιές θέλει να δώσει ο κινηματογραφιστής.
Η πρωταγωνίστρια Λουκία Βακαρή μοιράζει τη ζωή της σε δύο κόσμους, όπως και την καρδιά της. Από τη μία η ζωή της φοιτήτριας στη γαλλική πρωτεύουσα και από την άλλη η ζωή της κόρης και ανηψιάς στην ταραγμένη Ελλάδα. Ο έρωτας βρίσκεται στους δρόμους του Παρισιού και εικονοποιείται κατά μία έννοια μέσα από τη μορφή του Γκασπάρ. Η αγάπη βρίσκει το καταφύγιό της στην αγκαλιά της μητέρας, του πατέρα, και του δίδυμου αδελφού του.
Η συγγραφέας κεντάει βήμα το βήμα το συγγραφικό της εργόχειρο, χαράσσοντας τον δύσβατο δρόμο της πραγματικής ενηλικίωσης της δεσποινίδας Βακαρή, οδηγώντας με μαεστρία τον αναγνώστη στο νοσταλγικό ταξίδι που θέλει να τον οδηγήσει. Και το καταφέρνει μέσα από τις εναλλαγές. Η παρέα της –η παρέα του Γκασπάρ δηλαδή–, δίνει την απαραίτητη ώθηση ώστε η ιστορία να μην ξεφύγει από τις ράγες.
Ο έρωτας ασφαλώς είναι σε πρώτο πλάνο. Υπάρχουν και οι απαραίτητες αντιθέσεις, που δίνουν στο κείμενο της Μαρίας Γαβαλά τη δυναμική που απαιτείται. Η δεμένη οικογένεια της Λουκίας –έστω και με τα σκαμπανεβάσματά της– και η σχεδόν καθολική απουσία αυτής από την πλευρά του «μικρού Γκοντάρ». Η αγωνία του Γκασπάρ η οποία εδράζεται στο ασφυκτικό κοινωνικό πλέγμα που τον περιβάλλει. Η λύτρωση της Λουκίας και η επιβεβαίωση της δύναμης των συγγενικών προσώπων που την κάνουν να μην χάνεται σε δύσκολες υπαρξιακές ατραπούς. Η εργατική αστική τάξη της Γαλλίας σε σχεδόν πλήρη αναντιστοιχία με την ελληνική.
Η αφήγηση είναι στιβαρή, το ύφος άλλοτε λιτό και δωρικό, κι άλλοτε πλούσιο χρησιμοποιώντας με το ανάλογο μέτρο συγγραφικές τεχνικές, οι ήρωες προσεγμένοι, φροντισμένοι και τακτοποιημένοι. Δυνατοί και αδύναμοι, τρομεροί και τρομαγμένοι, μαγικοί και μαγεμένοι, και ενίοτε απομαγεμένοι, επιτελούν τον σκοπό της συγγραφέως.
Να παραδώσει δηλαδή στα χέρια μας ένα μυθιστόρημα, εγκιβωτισμένο, όπως έχω ήδη αναφέρει, σ’ ένα σφιχτό ιστορικό πλαίσιο, έμπλεο συναισθημάτων, χωρίς να προσφεύγει σε ευκολίες συναισθηματικών κλισέ, δίνοντας εκείνη τη μελαγχολική και κάποιες φορές νοσταλγική νότα, έχοντας κερδίσει με την πένα της τον αναγνώστη, ώστε να φτάσει μέχρι το τέλος, δημιουργώντας όλες τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες για να τον ικανοποιήσει.
Πριν από μερικά χρόνια είχε βγει ένα meme με την Άννα Καρίνα σε μια σκηνή από τον Μικρό Στρατιώτη του Γκοντάρ να ζητάει να την ξυπνήσουν στο Παρίσι του σκηνοθέτη της δεκαετίας του 60.
Το βιβλίο της Μαρίας Γαβαλά κάνει ακριβώς αυτό, ξυπνάει τον αναγνώστη στην Πόλη του Φωτός στα τέλη της δεκαετίας κατά την οποία ο πρωτεργάτης της νουβέλ βαγκ άλλαξε για πάντα την κινηματογραφική γλώσσα και στον απόηχο της φοιτητικής εξέγερσης του Μάη του 1968.
Η Λουκία, Ελληνίδα φοιτήτρια κινηματογράφου κι αυτοεξόριστη από ένα δικτατορικό καθεστώς που έχει ήδη συλλάβει τον θείο της, γνωρίζει τον αυτοδίδακτο κινηματογραφιστή Γκασπάρ, έναν «μικρό Γκοντάρ» (ακόμα και το όνομα κάνει παρήχηση), ο οποίος αναζητά με τα ντοκιμαντέρ του να διευρύνει τις δυνατότητες της αποτύπωσης της πραγματικότητας στη μεγάλη οθόνη.
Αφετηρία του είναι η επονείδιστη σφαγή των Αλγερινών διαδηλωτών στο Παρίσι και η κρυφή και συλλογική ντροπή της τέως αποικιοκρατικής χώρας του. Αφετηρία της το ανέστιο παρόν, η αγάπη της για το σινεμά, η προοπτική μιας νέας ζωής σε μια ξένη χώρα. Σε ένα τόσο εκρηκτικό περιβάλλον η σχέση τους δεν θα μπορούσε παρά να είναι εξίσου τρικυμιώδης. Ή μήπως όχι;
Το βιβλίο με είχε κερδίσει ήδη από τον τίτλο (Γκ😍ντάρ) και το εξώφυλλο (ο σπουδαίος ντοκιμαντερίστας Γιόχαν βαν ντερ Κέεκεν) και η έμπειρη συγγραφέας και κινηματογραφίστρια Μαρία Γαβαλά ευτυχώς κατέχει επαρκώς και τις δύο τέχνες για να προσδώσει (μια σχεδόν βιωματική) αληθοφάνεια και το απαραίτητο λογοτεχνικό και κινηματογραφικό ενδιαφέρον σε μια αφήγηση που παλινδρομεί σε Ελλάδα και Γαλλία, αποτυπώνει επιτυχημένα το πολιτικό κλίμα και στις δύο χώρες και προβληματίζεται πάνω στην ικανότητα της τέχνης να βρίσκεται διαρκώς σε έναν γόνιμο διάλογο με την επικαιρότητα.
Το σημαντικότερο πάντως είναι ότι ο έρωτας της Λουκίας και του Γκασπάρ θα μπορούσε να είναι το θέμα μιας γαλλικής ταινίας της εποχής. Ίσως ακόμα και του ίδιου του (μεγάλου) Γκοντάρ.
Η Μαρία Γαβαλά ασχολείται με μια ιδιαίτερα φορτισμένη περίοδο και σε Γαλλία και σε Ελλάδα. Είναι η ιστορία μιας Ελληνίδας φοιτήτριας στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Στη Γαλλία οι φοιτητές έχουν εξεγερθεί στον γνωστό Μάη του 1968, συνεχώς γίνονται πορείες κατά της αποικιοκρατίας και των δικαιωμάτων των Αφρικανών. Στην Ελλάδα η χώρα αντιμετωπίζει την δικτατορία των συνταγματαρχών. Η Λουκία από την μια έχει να αντιμετωπίσει τον εκτοπισμό του αγαπημένου της θείου σε ένα ερημονήσι του Αιγαίου και από την άλλη βοηθάει τον Γάλλο φίλο της να κινηματογραφήσει το δράμα της φυλής Τσέντο της Σενεγάλης που εξισλαμίστηκε βίαια τον 17ο αιώνα. Εξαιρετικό βιβλίο με πολλές κινηματογρ��φικές αναφορές.