Πριν συλλάβει την ιδέα της παρθένου – μητέρας και δημιουργήσει μία από τις πιο εμβληματικές περσόνες των ισπανικών γραμμάτων, τη «Θεία Τούλα» (1921), Πριν συλλάβει την ιδέα της παρθένου – μητέρας και δημιουργήσει μία από τις πιο εμβληματικές περσόνες των ισπανικών γραμμάτων, τη «Θεία Τούλα» (1921), ο Μιγέλ ντε Ουναμούνο είχε, με τη νουβέλα του «Δύο Μάνες» (1920), ψυχογραφήσει μιαν άλλη μητέρα, το ίδιο αφοσιωμένη στη μητρότητα, έστω κι αν δεν μπορούσε να αποκτήσει δικά της παιδιά· πρόκειται για τη Ρακέλ, λογοτεχνική ηρωίδα που παραπέμπει στη Ραχήλ (τη στείρα γυναίκα του Ιακώβ) της Παλαιάς Διαθήκης, που, αποφασισμένη να γίνει μητέρα, στρέφει τον σύντροφό της (Χουάν) σε μιαν άλλη γυναίκα (Μπέρτα). Κι εκείνος, ανήμπορος να αντιπαρατεθεί στην ισχυρή βούλησή της, υποτάσσεται, ώσπου τελικά καταλήγει έρμαιο των κελευσμάτων δύο μητέρων (μιας βιολογικής και μιας θετής), που καθεμιά τους διεκδικεί τον άμοιρο Χουάν το ίδιο αποφασιστικά, όπως ακριβώς το παιδί, στον Κύκλο με την κιμωλία του Μπρεχτ.
Ο ρόλος των δύο φύλων, η κτητικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις και η μητρότητα ως άνευ όρων αγάπη σε μια κλασική «νιβόλα» του Ουναμούνο....more
Αφιερωμένη στο ντουέντε, στη μαγική (κι ανερμήνευτη) εκείνη δύναμη που επιδρά στα σώματα των χορευτών “όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο”, και φλογίζει τιςΑφιερωμένη στο ντουέντε, στη μαγική (κι ανερμήνευτη) εκείνη δύναμη που επιδρά στα σώματα των χορευτών “όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο”, και φλογίζει τις καρδιές των καλλιτεχνών της Ανδαλουσίας, χαρίζοντας αληθινή συγκίνηση στο ακροατήριό τους και “γεννώντας τον πόνο μέσα από το δράμα”, είναι ετούτη η διάλεξη που ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα έδωσε την άνοιξη του 1930 στο σπίτι των φοιτητών στη Μαδρίτη [σημ.: στην τελευταία έκδοσή της στην ελληνική γλώσσα, η περί ης ο λόγος διάλεξη τοποθετείται χρονικά στο 1934 και τοπικά στο Μπουένος Άιρες], ευελπιστώντας, όχι φυσικά να ορίσει γλωσσολογικά τη λέξη, αλλά, μέσα από τον τόνο της ποιητικής του φωνής, να ανιχνεύσει τα λιγότερο συνειδητά επίπεδα της ανθρώπινης δημιουργικότητας και εν τέλει να ψηλαφίσει ει δυνατόν το κρυμμένο πνεύμα [η λέξη duende στην ισπανική γλώσσα αποδίδεται ως «πνεύμα»] της Ισπανίας....more
Με την «Καταχνιά» (“niebla”), το πλέον αντιπροσωπευτικό ίσως από τα έργα του, ο μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και φιλόσοφος Μιγκέλ ντε ΟυναμοΜε την «Καταχνιά» (“niebla”), το πλέον αντιπροσωπευτικό ίσως από τα έργα του, ο μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και φιλόσοφος Μιγκέλ ντε Ουναμούνο εισήγαγε στην λογοτεχνία τον όρο «nivola» (πρόκειται για συγκερασμό των λέξεων «novela» και «niebla»), που διέκρινε, υποτίθεται, τα δικά του μυθιστορήματα από τα ρεαλιστικά μυθιστορήματα των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς στη δική του nivola οι ιδέες και το περιεχόμενο επικρατούν της μορφής, οι χαρακτήρες είναι ως επί το πλείστον επίπεδοι κι αναπτύσσονται ελάχιστα ή/και καθόλου, η αφήγηση είναι ευσύνοπτη και τα γεωγραφικά στοιχεία του τόπου όπου αναπτύσσεται η δράση του έργου απόντα.
Ανεξάρτητα, όμως, από τα αν τα παραπάνω στοιχεία (που χαρακτηρίζουν πράγματι την «Καταχνιά» και μερικά ακόμη μυθιστορήματα του Unamuno) εισήγαγαν ή όχι ένα νέο λογοτεχνικό (υπο)είδος, η ομορφιά του συγκεκριμένου μυθιστορήματος είναι αναντίλεκτη και απαντάται σχεδόν παντού: στη δραματική μορφή του Αύγουστου Πέρεθ, που, ενόσω σαν άλλος Δον Κιχώτης, πασχίζει για τον έρωτα της δικής του Δουλτσινέας (Ευγενίας ή Ροσάριο), συγκλονίζεται από τις συνεχόμενες αλλαγές στη ζωή του, στην εξέγερση του βασικού χαρακτήρα του έργου έναντι του δημιουργού του, όταν ανακαλύπτει ότι ο τελευταίος έχει αποφασίσει να τον σκοτώσει, και, κυρίως, στον φιλοσοφικό στοχασμό του Unamuno που δίνει νέο περιεχόμενο στις έννοιες της αγάπης (που όταν δεν επιτυγχάνεται η ζωή είναι προορισμένη να είναι ομιχλώδης), της ελεύθερης βούλησης και της ανθρώπινης φύσης εν γένει.
Αστέρια πέντε, ολοφώτεινα, καταμεσής ενός ουρανού καταχνιασμένου....more
Ένας σπλαχνικός αποχαιρετισμός στην Μητέρα και τον Πατέρα (όπως εκείνος που θα θέλαμε να απευθύνουμε ή να έχουμε απευθύνει στους δικούς μας γεννήτορεςΈνας σπλαχνικός αποχαιρετισμός στην Μητέρα και τον Πατέρα (όπως εκείνος που θα θέλαμε να απευθύνουμε ή να έχουμε απευθύνει στους δικούς μας γεννήτορες) κι ένα συγκινητικό ταξίδεμα του νου, με τις αναμνήσεις του συγγραφέα να διαδέχονται άτακτα η μία την άλλη, στα μικρά και τα μεγάλα ενσταντανέ της ζωής. Όμορφο, βαθιά υπαρξιακό, βιβλίο....more
Το ανεξίτηλα ζωγραφισμένο στην πλάτη ενός πτώματος τατουάζ με την σχεδόν ταυτολογική φράση «Γεννήθηκα για να βάλω φωτιά στην κόλαση» θ’ αποτελέσει γιαΤο ανεξίτηλα ζωγραφισμένο στην πλάτη ενός πτώματος τατουάζ με την σχεδόν ταυτολογική φράση «Γεννήθηκα για να βάλω φωτιά στην κόλαση» θ’ αποτελέσει για τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο έναν άλλον μίτο της Αριάδνης, που, ξετυλίγοντάς τον, θα τον οδηγήσει στην εξιχνίαση ενός ακόμη εγκλήματος.
Βιβλίο ξεχωριστό, όχι μόνο γιατί είναι το πρώτο μιας μακρόβιας και εξαιρετικά επιδραστικής αστυνομικής λογοτεχνικής σειράς, ούτε γιατί πρωτοσύστησε τον Πέπε Καρβάλιο στο αναγνωστικό κοινό - είχε προηγηθεί εξάλλου η εμφάνιση του συμπαθούς ντετέκτιβ στο μυθιστόρημα του Μονταλμπάν «Εγώ σκότωσα τον Κένεντι» - αλλά γιατί, μέσα από την πρωτότυπη αφηγηματική γλώσσα του συγγραφέα του και την εξαιρετική πλοκή της ιστορίας, ο αναγνώστης βιώνει ένα ταξίδι σπάνιας ομορφιάς, έμπλεο χρωμάτων, στις πιο σκοτεινές έστω αποχρώσεις τους, και μυρωδιών (από τις γαστριμαργικές απολαύσεις του Καρβάλιο ή τα καμένα βιβλία του): κι από τη Βαρκελώνη και τις ετερόκλητες γειτονιές της βρίσκεται στο Άμστερνταμ, των βρόμικων καναλιών και των κόκκινων φαναριών, και στο πολύβουο λιμάνι του Ρότερνταμ, πλάι σε γυναίκες μοιραίες, που με το ίδιο πάθος ερωτεύονται κι εγκληματούν, ανθρώπους του περιθωρίου, που άλλοτε είναι εχθροί κι άλλοτε δεκανίκια του συστήματος, την Τσάρο, τη γοητευτική αυτή πόρνη – σύντροφο, και, φυσικά, τον αγαπημένο μας Πέπε Καρβάλιο.
«Ο ήλιος του βορρά δικαίωνε τον Πίο Μπαρόχα. Απάλυνε τα χρώματα, δίχως να τα μεθάει με το σκληρό φως του νότου. Είναι αυτή η καθαρότητα του βορρά που δίνει τις πράσινες αποχρώσεις στη θάλασσα, που βαθαίνει τις κόκκινες σκεπές και ζωγραφίζει το κάθε φύλλο δέντρου στο Άμστερνταμ με μια διαφορετική πινελιά.»
Όποιος αρέσκεται να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα έμπλεα αίματος και στυγερών δολοφονιών, ας δοκιμάσει κάτι διαφορετικό• ο Μανουέλ Βάθκεθ ΜονταλμπΌποιος αρέσκεται να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα έμπλεα αίματος και στυγερών δολοφονιών, ας δοκιμάσει κάτι διαφορετικό• ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (για τους φίλους Μανόλο) μετά βεβαιότητας δεν είναι ο συγγραφέας που θα λατρέψει. Αλλά, εκείνος που γουστάρει αστυνομική ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (έτσι, ακριβώς, με όλα τα γράμματα της λέξης κεφαλαία), στην περίπτωση που συναντηθεί πρώτη φορά με το μυθοπλαστικό σύμπαν του σπουδαίου αυτού Καταλανού συγγραφέα, διαβάζοντας τυχαία μία, οποιαδήποτε, περιπέτεια του προσφιλούς μου Πέπε Καρβάλιο, δεν υπάρχει περίπτωση να μην μπει στον πειρασμό να διαβάσει αμέσως μετά κι άλλη μία, και μία ακόμη, και γιατί όχι ολόκληρη τη σειρά (Πέπε Καρβάλιο). Γιατί, όπως κι ο πρωταγωνιστής του [ένας ντετέκτιβ που συνηθίζει να χρησιμοποιεί ως προσάναμμα (!) τα βιβλία που διάβασε, που λατρεύει το καλό φαγητό και που ξεχωριστή θέση στην καρδιά του καταλαμβάνει μια πόρνη], έτσι κι ο Μανόλο, είναι, με τέσσερις μόνο λέξεις και σε άπταιστα ελληνικά, one of a kind. Έτσι, αξιωματικά, χωρίς χρεία αποδείξεως.
Η παραπάνω εύφημος μνεία ανήκει σ' έναν όψιμο αναγνώστη του, που, αφού περιπλανήθηκε στις θάλασσες του νότου και στις σπειροειδείς διαδρομές του ελληνικού λαβυρίνθου είπε ν' ακολουθήσει τον αγαπημένο του ντετέκτιβ σε μια ακόμη περιπέτειά του, εκτός συνόρων αυτή τη φορά. Είναι η Ταϊλάνδη η χώρα που θα υποδεχθεί τον Πέπε Καρβάλιο (στο έκτο μυθιστόρημα της σειράς) και η Μπανγκόκ το μέρος όπου θα αναζητήσει την Τερέσα Μαρσέ, μια σαρανταπεντάρα Ισπανίδα, που, αφού εξέπεμψε σήμα κινδύνου, έκτοτε αγνοείται.
Βιβλίο γεμάτο χρώματα, μυρωδιές και γεύσεις (οι ωραίες συνταγές του Μανόλο είναι, θα έλεγε κανείς, σε κάθε σελίδα του) από έναν εξωτικό παράδεισο, που μόνο τέτοιος δεν πρόκειται ν' αποδειχθεί για τον Πέπε Καρβάλιο.
Για το τέλος (i) μία ελάσσονος σημασίας σημειολογική επισήμανση, ότι η Μπανγκόκ έμελε να είναι η πόλη που θα έβλεπε τελευταία ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (πέθανε στο αεροδρόμιό της από ανακοπή καρδιάς), και (ii) ένα απόφθεγμα από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ως απόσταγμα φιλοσοφίας:
"Σταμάτησε στο Μπενικασίμ... για να αγναντέψει τους προμαχώνες που χαμήλωναν προς την Πλάνα, κωλο-ουρανοξύστες ψηλότερους και από τους λόφους, τις ταμπουρωμένες θάλασσες. Από τον ψηλό αυτοκινητόδρομο μπορούσε να διαπιστώσει τον αφανισμό του θαλασσινού ορίζοντα δίπλα στην παρήγορη παρουσία των απείραχτων, χάρη στη συναίσθηση της παραγωγικότητάς τους, πορτοκαλεώνων. Ο άνθρωπος σέβεται μόνο ό,τι τον κάνει πλουσιότερο. Είναι, όμως, και ικανός να καλλιεργεί λουλούδια δίχως να τα τρώει ή να τα πουλά ή να αγαπά τα ζώα δίχως να τα φοβάται ή να τα καταβροχθίζει, να ταΐζει περιστέρια στην πόλη και γάτες αλανιάρες ή να φυλακίζει καναρίνια για να κελαηδούν, πιστεύοντας πως γεννήθηκαν για να του κελαηδούν και όχι για να αντιμετωπίσουν καταπρόσωπο το ρίσκο της ελευθερίας"...more
Στη χώρα των Βάσκων, στο πανέμορφο Σαν Σεμπαστιάν, εν έτει 1969, όταν ακόμη κουμάντο στα πράγματα της Ισπανίας έκανε ο εγκληματίας Φράνκο, ένας οκτάχρΣτη χώρα των Βάσκων, στο πανέμορφο Σαν Σεμπαστιάν, εν έτει 1969, όταν ακόμη κουμάντο στα πράγματα της Ισπανίας έκανε ο εγκληματίας Φράνκο, ένας οκτάχρονος νεαρός προσπαθεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η μετοίκησή του εκεί, μακριά από τη μητέρα και τ’ αδέλφια του. Με την περιέργεια και την αθωότητα που διακρίνουν ένα παιδί, ο μικρός «Τσίκι» εντυπώνει στη μνήμη του καθετί που συμβαίνει γύρω του και τον εντυπωσιάζει, και, χρόνια μετά, μεταφέρει τις αναμνήσεις του αυτές στον συγγραφέα Φ. Αραμπούρου (!), μήπως και, με τις αναγκαίες αλλαγές, επεξεργασίες και αποκρύψεις, γίνουν το επόμενό του βιβλίο.
Αυτή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του «Τσίκι», που κατ’ ουσίαν αποτελεί το μυθιστόρημα του Φ. Αραμπούρου, εμπλουτίζεται ενδιαμέσως (υπό τη μορφή σημειώσεων) με τις (υποτιθέμενες) σκέψεις του συγγραφέα ως προς το πώς θα χειριστεί το «υλικό» που έχει στα χέρια του: ποια μυθοπλαστικά στοιχεία θα προσθέσει και πού, τι κρίνεται σκόπιμο να παραλειφθεί και τι όχι, και αν, τελικά, η ιστορία αυτή που μόλις του διηγήθηκαν αξίζει πράγματι να ειπωθεί.
Αφήνω για το τέλος μια (υπο)σημείωση (όπως αυτές του συγγραφέα Φ. Αραμπούρου στο περιθώριο της διήγησης του «Τσίκι»): Σκέφτομαι ότι είμαι ένας από τους εξαιρετικά λίγους αναγνώστες εδώ μέσα που δεν έχω διαβάσει ακόμη την Πατρίδα. Ειλικρινά, δεν ξέρω ή δεν θυμάμαι γιατί. Είχα υπόψη μου τις εγκωμιαστικές απόψεις/κριτικές, αγόρασα και το βιβλίο, αλλά ίσως το μέγεθός του, ίσως το άγνωστο σε εμένα όνομα του Αραμπούρου, κάτι τέλος πάντων δεν έδεσε, και η Πατρίδα συνέχισε να στριμώχνεται στα (πώς πολλαπλασιάζονται αλήθεια χρόνο με τον χρόνο!) ράφια με τα αδιάβαστα. Αλλά, πλέον, μετά τα Χρόνια της Βραδύτητας, η Πατρίδα επιτέλους θα αλλάξει θέση. ...more
Στον απόηχο της πρωτοφανούς αναγνώρισης και αποδοχής που κριτικοί και αναγνωστικό κοινό επεφύλαξαν στον συγγραφέα των Στρατιωτών της Σαλαμίνας (“Solda
Στον απόηχο της πρωτοφανούς αναγνώρισης και αποδοχής που κριτικοί και αναγνωστικό κοινό επεφύλαξαν στον συγγραφέα των Στρατιωτών της Σαλαμίνας (“Soldados de Salamina”, 2001), ο Javier Cercas έγραψε και εξέδωσε την Ταχύτητα του Φωτός (“La velocidad de la luz”, 2005), ένα μυθιστόρημα που, υπό τις συνθήκες της ευρείας και μάλλον αναπάντεχης δημοσιότητας που προέκυψαν, θύμιζε περισσότερο μετέωρο βήμα, αχαρτογράφητη πορεία σε ναρκοθετημένη περιοχή. Αλλά για έναν συγγραφέα σαν τον Cercas, την κατάκτηση μιας κορυφής δεν μπορεί παρά να τη διαδεχτεί η κατάκτηση μιας επόμενης, όσο δυσπρόσιτη κι απόκρημνη κι αν δείχνει.
Διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται: η Ταχύτητα του Φωτός είναι ένα ακόμη εξαιρετικό μυθιστόρημα, ισοϋψές θα έλεγε κανείς με τους Στρατιώτες της Σαλαμίνας, το οποίο, σημειωτέον (όπως και τα περισσότερα βιβλία του Cercas), πραγματεύεται τα ίδια περίπου ζητήματα: τη συλλογική μνήμη και ενοχή, την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, την αγριότητα του πολέμου, και τη σημασία του παρελθόντος ως αναπόσπαστου κομματιού του παρόντος και του μέλλοντος («…το παρελθόν δεν είναι τελεσίδικο, αλλά ρευστό και μονίμως μεταβλητό στο μέλλον, οπότε όσα είχαν συμβεί δεν ήταν αμετάκλητα»).
Στο επίκεντρο της Ταχύτητας του Φωτός υπάρχει πάλι ο πόλεμος (δεν είναι ο Ισπανικός Εμφύλιος αυτή τη φορά, αλλά εκείνος του Βιετνάμ), ένας βετεράνος πολεμιστής ονόματι Ρόντνεϋ Φοκ, κι ένας αφηγητής που είναι (και δεν είναι) ο ίδιος ο Cercas.
Η αφήγηση ακολουθεί τη διαδρομή της (πραγματικής) ζωής του συγγραφέα: από τη Χερόνα των παιδικών χρόνων στην Βαρκελώνη της φοιτητικής ζωής και το ανήλιαγο διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον επιστήθιο φίλο του Μάρκος Λούνα, κι έπειτα τα δύο χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες ως βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις. Εκεί, όπου έμελλε τελικά να συναντήσει τον Ρόντνεϋ Φοκ που προαναφέραμε, έναν βαθύτατα βασανισμένο, ακοινώνητο και ιδιόρρυθμο άνθρωπο, τη ζωή του οποίου σημάδεψαν ανεξίτηλα οι φρικαλεότητες που έζησε πολεμώντας (και σκοτώνοντας) στο Βιετνάμ.
Μύθος και πραγματικότητα διαπλέκονται τόσο μοναδικά στην Ταχύτητα του Φωτός (όπως και στα περισσότερα από τα βιβλία του Cercas) που αναρωτιέσαι τι στ’ αλήθεια από όσα διάβασες συνέβη πραγματικά και τι όχι. Υπήρξε όντως ο Ρόντνεϋ Φοκ; Συνέβη πράγματι να συνδεθεί φιλικά ο Cercas, στα χρόνια της Αμερικής, με έναν βετεράνο του Βιετνάμ με τις εμπειρίες και τα χαρακτηριστικά του Φοκ; Αλλά, είτε η απάντηση είναι θετική, είτε όχι, τι έχει περισσότερη αξία; Πόση αλήθεια μπορεί να κρύβεται στο αφηγηματικό σύμπαν του συγγραφέα που, ούτως ή άλλως, δεν αρνείται ότι θα «πει ψέματα παντού, μόνο και μόνο για να πει καλύτερα την αλήθεια», ή το γεγονός ότι το βιβλίο που μόλις διάβασες είναι ένα βαθιά αντιπολεμικό και ουμανιστικό έργο, από εκείνα που συνηθίζουμε να λέμε ότι μας έκαναν (λίγο) καλύτερους ανθρώπους;
Η θεία Τούλα (Χερτρούδις), μια σύγχρονη παρθένος - μητέρα, μιαν άλλη βρεφοκρατούσα παναγιά, αναθρέφει τα παιδιά της αδελφής της (Ρόσα) και τα παιδιά πΗ θεία Τούλα (Χερτρούδις), μια σύγχρονη παρθένος - μητέρα, μιαν άλλη βρεφοκρατούσα παναγιά, αναθρέφει τα παιδιά της αδελφής της (Ρόσα) και τα παιδιά που ο κουνιάδος ��ης (Ραμίρο) θα αποκτήσει με τη δεύτερη σύζυγό του (Μανουέλα) μετά τον θάνατο της Ρόσα, με περισσή αφοσίωση κι αγάπη, σαν να 'ναι αυτή η φυσική τους μητέρα. Χωρίς να διακρίνει ανάμεσα στα ορφανά ανίψια - παιδιά της, προσφέρει σε όλα τους μια σπάνιας ζέσης μητρική αγκαλιά και γίνεται αυτή τα θεμέλια και η σκεπή του σπιτικού τους.
Απαλλαγμένη από ερωτικό πόθο και σαρκική επιθυμία για τον Ραμίρο και οποιονδήποτε άλλον άνδρα (παρά τη σεξουαλικότητα που η ίδια αποδεδειγμένα απέπνεε) κι ενσαρκώνοντας μια σπάνια αντίληψη περί ηθικής, η Χερτρούδις γίνεται η ασπίλωτη μήτηρ, μια απόλυτα καθοδηγούμενη από το μητρικό ένστικτο (μη βιολογική) μητέρα, που δεν ζει παρά για το καλό των (μη βιολογικών) παιδιών της.
Χαρακτήρας ασυνήθιστος, εξαιρετικά πολύπλοκος και καινοφανής η θεία Τούλα, πέρα από την ιδιότυπη σεξουαλική ηθική και τον μισανδρισμό της, οι καταβολές του οποίου δεν εξηγούνται στο μυθιστόρημα, ενσαρκώνει, εκτός από το πρότυπο μιας υποδειγματικής μητέρας, έναν άνθρωπο μαχητή, που η εσωτερική διαπάλη του ανάμεσα στις ασυμβιβαστες επιθυμίες της παρθενίας και της μητρότητας, είναι και διαρκής και έντονη.
Μυθιστόρημα έξοχο (πέντε αστέρων ασυζητητί) που δεν διαφοροποιείται από το σύνολο του έργου του Ουναμούνο (έλλειψη προσδιορισμού τόπου και χρόνου, εξωτερικών συνθηκών, φυσικών χαρακτηριστικών των προσώπων), πρωταρχικός σκοπός του οποίου είναι η εξερεύνηση των μύχιων αληθειών των ανθρώπων και η κατανόηση του εναγώνιου αγώνα τους να υπερβούν τον θάνατο, εξασφαλίζοντας (με τα έργα και τα λόγια τους) την πνευματική επιβίωσή τους στη μνήμη των επόμενων γενεών: την αθανασία, με άλλα λόγια....more
Ο ανεκπλήρωτος πόθος του για την Ελένη και το σμίξιμο της τελευταίας με τον αδελφικό του φίλο Άβελ Σάντσεθ αντάριασαν την ψυχή του Χοακίν Μονέγρο κι έΟ ανεκπλήρωτος πόθος του για την Ελένη και το σμίξιμο της τελευταίας με τον αδελφικό του φίλο Άβελ Σάντσεθ αντάριασαν την ψυχή του Χοακίν Μονέγρο κι έγιναν άσβεστο πάθος και μίσος, σαν να πάγωσε αυτοστιγμεί η καρδιά του και σαν μια μεμβράνη να τύλιξε την ψυχή του. Κι όσο οι μέρες και τα χρόνια περνούσαν κι ο Άβελ Σάντσεθ, με την Ελένη πλέον σύζυγό του, καταξιωνόταν στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι ως ζωγράφος περιωπής, τόσο περισσότερο δυστυχούσε ο Χοακίν, γιατί η επιτυχία του από γεννησιμιού φίλου του γινόταν το δικό του μαράζι.
Στο κατεξοχήν μυθιστόρημα της ζήλιας και της αδελφικής εχθρότητας, σ’ αυτή τη σύγχρονη εκδοχή της βιβλικής ιστορίας του Κάιν και του Άβελ, ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο ψυχογραφεί μοναδικά τον ήρωά του, τον δυστυχή Χοακίν, αναδεικνύοντας μέσα από μια ευθύγραμμη και γεμάτη δραματικότητα διήγηση το σκοτεινό του πάθος που μοιραία θα τον οδηγήσει στο έγκλημα.
«Άρχισα να αισθάνομαι τύψεις… γιατί είχα πει όσα είπα γιατί δεν άφησα να ξεσπάσει το βρώμικο πάθος μου κι έτσι να ελευθερωθώ από αυτό. Γιατί να μην είχα ξεμπερδέψει από δαύτο… καταγγέλλοντας τις απάτες και τις ψεύτικες εντυπώσεις της τέχνης του, τις μιμήσεις του, την ψυχή υπολογισμένη τεχνική του, την έλλειψη συγκίνησης. Να μην είχα σκοτώσει τη δόξα του. Κι έτσι θα είχα ελευθερωθεί από τον άλλο, λέγοντας την αλήθεια, περιορίζοντας την αξία του στη σωστή της διάσταση. Ίσως ο βιβλικός Κάιν, εκείνος που σκότωσε τον άλλο Άβελ, ν’ άρχισε να τον αγαπά ετούτον αφού τον είδε νεκρό…».
Μέσα από είκοσι τρεις επιστολές που (υποτίθεται ότι) ο παραλήπτης τους εμπιστεύτηκε στον Miguel de Unamuno, μήπως κι ανακαλύψει σ’ αυτές ο συγγραφέας Μέσα από είκοσι τρεις επιστολές που (υποτίθεται ότι) ο παραλήπτης τους εμπιστεύτηκε στον Miguel de Unamuno, μήπως κι ανακαλύψει σ’ αυτές ο συγγραφέας το θέμα του επόμενου μυθιστορήματός του, παραδίδεται στο αναγνωστικό κοινό (με την προσθήκη από τον ίδιο τον συγγραφέα ενός απολύτως επιγραμματικού προλόγου κι ενός εκτενέστερου επιλόγου) η ιδιότυπη ιστορία του αινιγματικού δον Σανδάλιο, ενός μοναχικού, σιωπηλού ανθρώπου που επιδιδόταν με πάθος στο παιχνίδι του σκακιού.
Γραμμένη πριν από εκείνη του Zweig, η «σκακιστική νουβέλα» του Miguel de Unamuno δεν είναι ένα βιβλίο που επικεντρώνεται στο παιχνίδι του σκακιού, έστω κι αν οι αναφορές του συγγραφέα σε αυτό και συχνές είναι και απόλυτα συνυφασμένες με την αφήγηση. Πρόκειται περισσότερο για ένα λογοτεχνικό ψυχογράφημα, στο οποίο η εκκεντρική προσωπικότητα του σκακιστή δον Σανδάλιο παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια και τις σκέψεις ενός όχι πολύ διαφορετικού ανθρώπου: του συμπαίκτη του και αφηγητή των επιστολών, ενός εξίσου μοναχικού ανθρώπου που, προκειμένου να ξεφύγει από την κοινωνία αυτών που αποκαλούνται οικείοι ή όμοιοί του, αναζητά τη συντροφιά των κυμάτων της θάλασσας και των φύλλων των δέντρων.
Ο δον Σανδάλιο κι ο αφηγητής, έχοντας πια αναμετρηθεί σε πολυάριθμες παρτίδες σκακιού και συνομιλήσει σχεδόν αποκλειστικά με τις σιωπές τους, γίνονται ο ένας κομμάτι του άλλου. Οι άνθρωποι γύρω τους δεν φαίνεται να έχουν σημασία γι’ αυτούς («οι στρατιώτες, οι αξιωματικοί, οι πύργοι, τ’ άλογα, οι βασίλισσες και οι βασιλιάδες του σκακιού έχουν πιο πολλή ψυχή από τα πρόσωπα που τα κινούν»), έστω κι αν κινούνται στον ίδιο απροσδιόριστο τόπο.
Σ’ ένα βιβλίο που δεν αριθμεί περισσότερες από εβδομήντα σελίδες, αλλά που δεν ξεμπερδεύεις μαζί του με λιγότερες από δύο αναγνώσεις, ανακαλύπτει κανείς (δανειζόμενος τα λόγια του Αχιλλέα Κυριακίδη από το δικό του εξαιρετικό επίμετρο) «την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του Ουναμούνο στη ρυθμιστική αυξομείωση της αφηγηματικής θερμοκρασίας» και επιβεβαιώνει (υιοθετώντας τον σχετικό αφορισμό του συγγραφέα από τον επίλογο του βιβλίου) ότι «η υπόθεση δεν είναι παρά πρόσχημα για ένα μυθιστόρημα», αφού «αυτό, το μυθιστόρημα μένει ακέραιο, πιο καθαρό, πιο ενδιαφέρον και πιο μυθιστορηματικό αν του αφαιρέσεις την υπόθεση.»...more
Αν οι Στρατιώτες της Σαλαμίνας ήταν μια απόπειρα θεραπείας της λήθης, ο Μονάρχης των Σκιών είναι η προσπάθεια του Χαβιέρ Θέρκας να αναμετρηθεί με το πΑν οι Στρατιώτες της Σαλαμίνας ήταν μια απόπειρα θεραπείας της λήθης, ο Μονάρχης των Σκιών είναι η προσπάθεια του Χαβιέρ Θέρκας να αναμετρηθεί με το πολιτικό παρελθόν της οικογένειάς του και να αποδεχθεί ότι, στα χρόνια του φρανκισμού, όπως ο περισσότερος κόσμος, έτσι και οι δικοί του γονείς και εγγύτεροι συγγενείς υπήρξαν φρανκιστές.
Καταπιάνεται, λοιπόν, με τη ζωή του Μανουέλ Μένα, θείου της μητέρας του, που τον Οκτώβριο του 1936, πάνω από δυο μήνες αφότου είχε αρχίσει ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, κατατάχτηκε εθελοντής στους εθνικιστές του Φρανθίθκο Φράνκο, πολέμησε θαρραλέα ως έφεδρος ανθυπολοχαγός του 1ου τάγματος τυφεκιοφόρων, κι έπεσε, το ίδιο γενναία, στην μάχη του ποταμού Έβρου.
«…κατάλαβα ότι η ιστορία του Μανουέλ Μένα ήταν η κληρονομιά μου, ή το θλιβερό και βίαιο και τραυματικό και επαχθές κομμάτι της κληρονομιάς μου, και ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω να την αρνούμαι, ότι ήταν αδύνατον να την αρνηθώ επειδή έτσι κι αλλιώς θα επωμιζόμουν το βάρος της, επειδή η ιστορία του Μανουέλ Μένα αποτελούσε μέρος της ιστορίας μου, οπότε καλύτερα να την κατανοούσα παρά να μην την κατανοούσα, να την αποδεχόμουν παρά να μην την αποδεχόμουν, να τη δημοσιοποιούσα παρά να την άφηνα να σαπίζει μέσα μου όπως σαπίζουν οι θλιβερές και βίαιες ιστορίες μέσα σε κάποιον που πρέπει να τις πει και δεν τις λέει…»
Ο Μονάρχης των Σκιών δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, έργο φαντασίας: ό,τι αφηγείται ο Χαβιέρ Θέρκας σε σχέση με τη ζωή και τον θάνατο του Μανουέλ Μένα είναι ό,τι προέκυψε από την ενδελεχή έρευνα που διεξήγαγε ο ίδιος ο συγγραφέας, μελετώντας και διασταυρώνοντας τις πηγές και επισκεπτόμενος αλλεπάλληλες φορές το Ιμπαερνάντο, ένα φτωχικό χωριό της Εστρεμαδούρα, γενέθλιο τόπο του ιδίου και του Μάνουελ Μένα. Αλλά ούτε και ρεπορτάζ θυμίζει: η ιστορική αφήγηση διαδέχεται τη λογοτεχνική (και τούμπαλιν), καθώς ο συγγραφέας, συνήθως μέσα από εξαιρετικές διακειμενικές αναφορές (στην Έρημο των Ταρτάρων του Ντίνο Μπουτζάτι, στην Εγκυκλοπαίδεια των Νεκρών του Ντανίλο Κις και στα Ομηρικά Έπη), θέτει γόνιμους προβληματισμούς όσον αφορά την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, τη συλλογική μνήμη και ενοχή.
Στην ουσία του έργο βαθιά αντιπολεμικό που συνεπαίρνει τον αναγνώστη, οδηγώντας τον τελικά στο εξής (ρητορικό) ερώτημα: Ήταν ο θάνατος του Μανουέλ Μένα «καλός» και «ευκλεής», όπως εκείνος του Ομηρικού Έκτορα ή του Ομηρικού Αχιλλέα, ή μήπως ο δεκαεννιάχρονος νεκρός ανθυπολοχαγός θα προτιμούσε, αντί να γίνει ένας εφήμερος θρύλος στην πρόσκαιρη μνήμη των ζωντανών οικείων του, ένας μονάρχης στο βασίλειο των σκιών (ως εμφανίζεται να είναι ο Αχιλλέας στην Οδύσσεια), να επέστρεφε από τον πόλεμο ζωντανός; ...more
Στην Βαρκελώνη των αρχών της δεκαετίας του '90, τότε που η πόλη φορούσε τα γιορτινά της για να υποδεχθεί ως καθωσπρέπει οικοδέσποινα τους Ολυμπιακούς Στην Βαρκελώνη των αρχών της δεκαετίας του '90, τότε που η πόλη φορούσε τα γιορτινά της για να υποδεχθεί ως καθωσπρέπει οικοδέσποινα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Πέπε Καρβάλιο, κατ' εντολή μιας πανέμορφης γυναίκας που δεν θ' αργήσει κι ο ίδιος να ερωτευθεί, αναζητά έναν Έλληνα ζωγράφο.
Ο Ελληνικός Λαβύρινθος του "Μανόλο", μπορεί να μην έχει Μινώταυρο στην απόληξη του αφηγηματικού του μίτου και ανδραγαθήματα, όμοια με αυτό του Θησέα, στην μυθιστορηματική του πλοκή, αλλά έχει ρυθμό, ελληνικό χρώμα κι έναν ολόδικό του ήρωα στις λαβυρινθώδεις διαδρομές του στα ενδότερα της Βαρκελώνης: λέγεται Πέπε Καρβάλιο και, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση σε βιβλίο του Μονταλμπάν, εξακολουθεί να συγκινείται το ίδιο από τη μαγειρική του πιστού βοηθού του Μπισκουτέρ, από ένα δυνατό ποτό στο τέλος μιας κοπιώδους μέρας κι από εκείνο το ξεχωριστό χτυποκάρδι για τις ωραίες, μοιραίες γυναίκες των περιπετειών του.
Στα συν της πρώτης αυτής έκδοσης του Ελληνικού Λαβύρινθου (από τις εκδόσεις "Δελφίνι") το σημείωμα του συγγραφέα προς τον Έλληνα αναγνώστη του, στα πλην κάποια προβλήματα που διέκρινα στην μετάφραση....more
Η γνωριμία του με τον Γαλανομάτη (κατά κόσμον Αντόνιο Γκαμάγιο) και τη συμμορία του το καλοκαίρι του 1978, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο («ότ
Η γνωριμία του με τον Γαλανομάτη (κατά κόσμον Αντόνιο Γκαμάγιο) και τη συμμορία του το καλοκαίρι του 1978, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο («όταν η χώρα εξακολουθούσε να διοικείται με τους νόμους του και να μυρίζει όπως ακριβώς μύριζε επί φρανκισμού: σκατίλα»), θα αποτελέσει ορόσημο για τη μετέπειτα ζωή του Γυαλάκια (κατά κόσμον Ιγνάθιο Κάνιας). Θα γίνει το εισιτήριό του για έναν κόσμο αλλιώτικο, όπου η ανομία και το έγκλημα βασιλεύουν, και θα σημαδέψει το πέρασμά του στην άγρια πλευρά της ζωής. Έτσι που αυτός, ένας έφηβος «τσαρνέγο» της μεσαίας τάξης θα μεταμορφωθεί εν ριπή οφθαλμού σε έναν οργισμένο «κίνκι», θα αντιμετωπίσει τους φόβους και τους διώκτες του, θα επιδιώξει να ζήσει το όνειρο στο πλευρό της Τέρε και θα επιστρέψει στη ζωή του «τσαρνέγο» μόλις διαπιστώσει ότι ο δρόμος του εγκλήματος δεν έχει επιστροφή.
Τις λεπτομέρειες της ζωής της αινιγματικής Τέρε, του Γαλανομάτη που εκτίει ποινή πολυετούς καθείρξεως στις φυλακές της Χερόνα, και του ίδιου του Γυαλάκια, διαπρεπούς ποινικολόγου πλέον και συνηγόρου υπεράσπισης του Γαλανομάτη, θα προσπαθήσει να αποδελτιώσει ένας συγγραφέας μέσα από τις συνεντεύξεις των ίδιων των πρωταγωνιστών. Στις συνεντεύξεις τους αυτές, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά/τον καμβά του μυθιστορήματος του Θέρκας, ο διευθυντής των φυλακών που φιλοξένησαν επί μακρόν τον Γαλανομάτη, ο αστυνομικός επιθεωρητής που είχε αναλάβει την εκκαθάριση του Μπάρριο Τσίνο, της πιο υγρής, σκοτεινής, άθλιας και θλιβερής περιοχής της Χερόνα, από το έγκλημα, και, φυσικά, ο ίδιος ο Γυαλάκιας, καταθέτουν τις δικές τους βιωμένες αλήθειες όσον αφορά το άγριο καλοκαίρι του ’78.
Συναρπαστικό, το αγάπησα σχεδόν όσο τον «Απατεώνα» (Ακολουθεί ερώτημα – σχόλιο για όσους τυχόν το έχουν διαβάσει και για εκείνους που θα περιπλανηθούν κάποια στιγμή στις σελίδες του: πόσο πιο βαθιά κι αληθινά θα μπορούσε να αγαπήσει ποτέ κανείς απ’ όσο ο Κάνιας την Τέρε;)