Ένα επιτυχημένο σόου με κομπέρ, ζογκλέρ και ταχυδακτυλουργούς, οι παραστάσεις του οποίου δεν έμελλε να συνεχιστούν μετά το καλοκαίρι του 1959. Κι ένα Ένα επιτυχημένο σόου με κομπέρ, ζογκλέρ και ταχυδακτυλουργούς, οι παραστάσεις του οποίου δεν έμελλε να συνεχιστούν μετά το καλοκαίρι του 1959. Κι ένα ειδύλλιο ανάμεσα στους λαμπερούς πρωταγωνιστές του, που, παρά το απόλυτο ταίριασμά τους (στη σκηνή και τη ζωή), δεν έμελλε να καταλήξει στον γάμο που οι ίδιοι σχεδίαζαν.
Γλυκόπικρη ιστορία, που διηγείται σαγηνευτικά ο Γκράχαμ Σουίφτ, για τις ψευδαισθήσεις της νιότης (σάμπως ο απόλυτος έρωτας δεν είναι μια από αυτές;), την ομορφιά και τη δύναμη της αγάπης, τα δύσκολα παιδικά χρόνια τον καιρό του Β΄ΠΠ, και το δυσαναπλήρωτο κενό των ανθρώπων που έμελλε να φύγουν νωρίς (σάμπως όταν φεύγουν οι αγαπημένοι μας άνθρωποι δεν είναι πάντα νωρίς;).
«Η πρώτη μας νύχτα/ Αργά θα κυλήσει/ Εσύ τ’ όνειρό μου/ Και γύρω σιωπή.»
Μια πρώτη νύχτα γάμου διαφορετική από αυτή που περιγράφει ο Κώστας Πρετεντέρης στ«Η πρώτη μας νύχτα/ Αργά θα κυλήσει/ Εσύ τ’ όνειρό μου/ Και γύρω σιωπή.»
Μια πρώτη νύχτα γάμου διαφορετική από αυτή που περιγράφει ο Κώστας Πρετεντέρης στους τρυφερούς στίχους του αφηγείται ο Ίαν Μακ Γιούαν στο μυθιστόρημά του Στην Ακτή· μια πρώτη νύχτα γάμου, κατά την οποία οι δυο βαθιά ερωτευμένοι νέοι της ιστορίας, ο Έντουαρντ και η Φλόρενς, θα αποκάλυπταν – για πρώτη φορά – πλήρως τους εαυτούς τους ο ένας στον άλλον, γεγονός που εύλογα τους δημιουργούσε αντικρουόμενα συναισθήματα: στον Έντουαρντ ανυπομονησία, στην Φλόρενς τρόμο και εκνευρισμό.
Στα 1962, τότε που ο κόσμος ήταν διαφορετικός, η πρώτη νύχτα του γάμου, καθόλου σπάνια, σηματοδοτούσε τη μετάβαση από την αθωότητα στην ωριμότητα. Αλλά ένα τέτοιο βήμα, όσο απλό ή αναγκαίο κι αν φαίνεται, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτοιμοι να το κάνουν διαμιάς. Ούτε τότε, ούτε και σήμερα.
Εξαιρετικό μυθιστόρημα που δεν θες να τελειώσει (και πάντως εύχεσαι να είχε τελειώσει διαφορετικά), με τη χαρακτηριστική ήρεμη, βραδυφλεγή πρόζα του συγγραφέα και μια ξεχωριστή τρυφερότητα στην περιγραφή όλων όσων έγιναν και ειπώθηκαν εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ του 1962, σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και σε μια ακτή εκεί κοντά, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που η πρώτη νύχτα της κοινής ζωής τους έμελλε να αποδειχτεί και η τελευταία....more
Δύο εξαιρετικά αιματηροί πόλεμοι. Ο ένας, ακήρυχτος από χρόνια, κατά των ιθαγενών Ινδιάνων, ο άλλος, μικρότερης διάρκειας αυτός αλλά εξίσου καταστροφιΔύο εξαιρετικά αιματηροί πόλεμοι. Ο ένας, ακήρυχτος από χρόνια, κατά των ιθαγενών Ινδιάνων, ο άλλος, μικρότερης διάρκειας αυτός αλλά εξίσου καταστροφικός, ανάμεσα σε Βόρειους (Ηνωμένες Πολιτείες) και Νότιους (Συνομόσπονδες Πολιτείες). Χιλιάδες αθώα θύματα, άμαχοι και στρατιώτες. Η Αμερική σπαράσσεται.
Δύο αμούστακα παιδιά, δυο ερωτευμένοι νέοι. Λέγονται Τόμας ΜακΝάλτι και Τζον Κόουλ. Ένας Ιρλανδός κι ένας Αμερικάνος, μεγαλωμένοι κι οι δυο μέσα στη φτώχεια και την ορφάνια. Η συνάντησή τους τυχαία, όπως συνήθως αρχίζουν όλοι οι μεγάλοι έρωτες. Μαζί στον στρατό, ο ένας δίπλα στον άλλο. Εναντίον των Ινδιάνων στην αρχή, κατά των Νοτίων αργότερα. Κι ανάμεσα στους πολέμους, μικρά διαλείμματα ευτυχίας. Μαζί και στη ζωή, ζευγάρι. Πριν τον πόλεμο και στην ανάπαυλα που ακολούθησε πριν ξεσπάσει ο Αμερικανικός Εμφύλιος, οι δύο νέοι χόρευαν στις σκηνές των σαλούν, ενδεδυμένοι με γυναικεία φορέματα.
Σ’ έναν τόσο σκληρό και άδικο κόσμο, όπου ο ισχυρότερος επιβάλλει τη θέληση και τα συμφέροντά του με τη γροθιά (και τα όπλα), δυο αγόρια ματώνουν μονάχα τα χέρια τους. Η ψυχή τους διατηρείται καθάρια, όσο κι αν η φρίκη απλώνεται σαν γάγγραινα γύρω τους. Με αλληλεγγύη, αφοσίωση και συντροφικότητα ξορκίζουν το κακό. Κι ο καιρός περνάει, οι μέρες δίχως τέλος διαδέχονται η μία την άλλη, κι η ζωή φεύγει. Αλλά οι δυο τους συνεχίζουν αντάμα. Μαζί τους και μια μικρή Ινδιάνα, ένα ακόμη ορφανό του πολέμου, που αποφάσισαν να μεγαλώσουν οι δυό τους, γιατί, απλούστατα, είχαν κι άλλη αγάπη να δώσουν.
Πάνε πάνω από δέκα χρόνια από τότε που διάβασα πρώτη φορά βιβλίο του Σεμπάστιαν Μπάρι. Ήταν το "Μακριά, πολύ μακριά". Θυμάμαι συγκεχυμένα πράγματα από την ιστορία του βιβλίου (κυρίως τις ζοφερές εικόνες στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου), αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο πολύ το αγάπησα και πόσες φορές το πρότεινα σε συγγενείς και φίλους. Κάποιοι από αυτούς, θυμάμαι, το αγόρασαν και τους άρεσε εξίσου (πολύ χαίρομαι όταν συμβαίνει αυτό!). Ό,τι είχα βρει εκεί, υπάρχει κι εδώ: οι σκληρές περιγραφές του πολέμου και των ωμοτήτων που διαπράττονται στο όνομα και κατά τη διάρκειά του κι ένας σπάνιας ομορφιάς λυρισμός στον αντίποδα, ένας τρυφερός ποιητικός λόγος που δεν γίνεται να σ' αφήσει ασυγκίνητο. Και μια ανθρωπιά που περισσεύει. Οπότε, ναι, οι Μέρες Δίχως Τέλος είναι το επόμενο υπέροχο βιβλίο που θα προτείνω χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη.
"...Ο καιρός περνάει. Έτσι περνάει κι η ζωή. Στέκομαι τώρα, στα πενήντα μου, κι αναρωτιέμαι πώς πέρασαν τόσα χρόνια. Έτσι πέρασαν, χωρίς να το καταλάβω. Ο άνθρωπος θυμάται καθαρά καμιά εκατοστή μέρες - κι ας ζει χιλιάδες. Τι να γίνει. Έχουμε έναν αριθμό ημερών και τις σπαταλάμε σαν άμυαλοι μεθύστακες...."
Αφηγητής του τελευταίου μυθιστορήματος του Ian McEwan δεν είναι άλλος από ένα τελειόμηνο έμβρυο, που, ασφαλές και προφυλαγμένο στον αμνιακό σάκο της Αφηγητής του τελευταίου μυθιστορήματος του Ian McEwan δεν είναι άλλος από ένα τελειόμηνο έμβρυο, που, ασφαλές και προφυλαγμένο στον αμνιακό σάκο της μητέρας του, αφουγκράζεται και κατοπτεύει τον άσχημο κόσμο που θα διαδεχθεί τη σημερινή γλυκιά θαλπωρή. Σαν άλλος βασιλιάς της απεραντοσύνης που είναι προσωρινά ερμητικά κλεισμένος σ’ ένα καρυδότσουφλο, ο αφηγητής της ιστορίας του ΜακΓιούαν αμφιβάλλει, διερωτάται, σκέφτεται κι εκφράζει ανοιχτά τους φόβους και τις ανησυχίες του. Περιγράφει τη σχέση της μητέρας του με τον εραστή της και το σχέδιο που οι δυο τους εξυφαίνουν για τη δολοφονία του πατέρα του. Είναι ο αυτήκοος μάρτυρας ενός εγκλήματος, ο αθέατος παρατηρητής που, αν και τόσο κοντά σε ό,τι πρόκειται να συμβεί, αδυνατεί (;) να παρέμβει.
"Δεν έχω επιλογή, το αυτί μου είναι πιεσμένο ολημερίς κι ολονυχτίς στα καταραμένα τοιχώματα. Αφουγκράζομαι, κρατάω νοερά σημειώσεις και ανησυχώ. Ακούω νυχτερινές συζητήσεις, διακρίνω τη δολοφονική τους προαίρεση και είμαι τρομοκρατημένος με το τι με περιμένει και με το που είναι πιθανό να εμπλακώ".
Μυθιστόρημα μοναδικής πρωτοτυπίας με σαφείς αναφορές στον Σαίξπηρ (ιδίως στον Άμλετ) πραγματεύεται με ευαισθησία (και πολλές φορές με έναν σπάνιο λυρισμό) τον έρωτα και το αναπόφευκτο τέλος του, τη γέννηση και τον θάνατο, το έγκλημα και την τιμωρία. Υστερεί, ίσως, στην κορύφωση της δραματικής έντασης, αλλά έχει τα περισσότερα από τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν ένα ακόμη αξιομνημόνευτο μυθιστόρημα από έναν σπουδαίο συγγραφέα. ...more
Πολλή μουσική, όπως στα περισσότερα βιβλία του Jonathan Coe (από τους στίχους τραγουδιών του Morrissey, με τους οποίους εκκινεί κάθε επιμέρους κεφάλαι Πολλή μουσική, όπως στα περισσότερα βιβλία του Jonathan Coe (από τους στίχους τραγουδιών του Morrissey, με τους οποίους εκκινεί κάθε επιμέρους κεφάλαιο του βιβλίου, μέχρι το πανκ κίνημα της δεκαετίας του '80 και τους εκπροσώπους του - ήταν, άραγε, οι Dwarves of Death ένας από αυτούς;), έξυπνοι διάλογοι, ενδιαφέροντες χαρακτήρες (οι συνήθως μπερδεμένοι νέοι που λειτουργούν περισσότερο με το θυμικό τους και λιγότερο ρεαλιστικά, αδιαφορώντας για τα αδιέξοδα που θα ακολουθήσουν), καθόλου πολιτικές αναφορές, αντίθετα με ό,τι συνήθως συμβαίνει στο λογοτεχνικό σύμπαν του Coe, κι ένας ταχύς αφηγηματικός ρυθμός που ‘απαγορεύει’ στον αναγνώστη ν’ αφήσει το βιβλίο κάτω. Όλα αυτά μέχρι τις είκοσι – τριάντα τελευταίες σελίδες, που είναι γραμμένες μάλλον βιαστικά και χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, γεγονός που κάνει την coda, το επιλογικό, δηλαδή, κομμάτι της ‘σύνθεσης’ (σημ: οι τίτλοι των δέκα κεφαλαίων του βιβλίου παραπέμπουν στα επιμέρους τμήματα ενός μουσικού έργου), καθόλου αντάξια του κυρίως μέρους του έργου.
Αν μου ζητούσε κανείς να επισημάνω τι μου άρεσε περισσότερο στους Νάνους του Θανάτου (πλην της βρετανικής μουσικής, εννοείται!), θα επέλεγα την αινιγματική, βαθιά συναισθηματική, αλλά και αδιέξοδη σχέση του Γουίλιαμ με την Μάντλιν (πόσο ωραίες είναι, αλήθεια, οι ανθρώπινες σχέσεις χωρίς τη βεβαιότητα της συνήθειας!). Κι αν μου ζητούσαν να υποδείξω τα πιο αγαπημένα μου βιβλία του Coe, οι Νάνοι του Θανάτου, δυστυχώς, δεν θα ήταν ένα από αυτά.
♫ ‘I know it's over/And it never really began/But in my heart it was so real/And you even spoke to me, and said: "If you're so funny/Then why are you on your own tonight ?/And if you're so clever/ Then why are you on your own tonight ?/ If you're so very entertaining/ Then why are you on your own tonight ?/ If you're so very good-looking/Why do you sleep alone tonight ? I know...’♫