water

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈwɔ.tə(ɹ)/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
water waters

water (en)

  1. νερό
  2. (οικείο) τα ούρα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας water
γ΄ ενικό ενεστώτα waters
αόριστος watered
παθητική μετοχή watered
ενεργητική μετοχή watering

water (en)

  1. ποτίζω (φυτά ή ζώα)
  2. κάνω το νερό μου, ουρώ
  3. αραιώνω με νερό ένα οινοπνευματώδες ποτό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

water (nl)