vivant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vivant | vivants |
θηλυκό | vivante | vivantes |
vivant (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vivant | vivants |
vivant (fr) αρσενικό
- ο χρόνος μιας ζωής
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- de son vivant, κατά τη διάρκεια της ζωής του/της