unsuspecting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός unsuspecting
συγκριτικός more unsuspecting
υπερθετικός most unsuspecting

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unsuspecting < un- + suspecting

Επίθετο

[επεξεργασία]

unsuspecting (en)

  • ανύποπτος, ανυποψίαστος
    The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
    Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού.

Σύνθετα

[επεξεργασία]