transgender

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
transgender < trans + gender

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
transgender transgenders

transgender (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

transgender (en)

  1. διεμφυλικός