street
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]street (en)
- (αργκό) που έχει την αποδοχή των νέων της περιοχής του, της νεολαίας που ακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις της αστικής συμπεριφοράς και κουλτούρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
street | streets |
street (en)
- ο δρόμος, η οδός
- ↪ He was coming down Stadiou street.
- Κατέβαινε στην οδό Σταδίου.
- ↪ He was coming down Stadiou street.
- τα άτομα που μένουν σε έναν δρόμο, σε μια γειτονιά