steigen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- steigen < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική stîgen < παλαιά άνω γερμανική stīgan < πρωτογερμανική *stīganą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ-[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]steigen (de)
- ανεβαίνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω
- ↪ die Temperatur steigt - ανεβαίνει η θερμοκρασία
- ανεβαίνω {πάνω σε κάτι)
- ↪ auf einen Berg steigen - ανεβαίνω πάνω σε ένα βουνό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ s.v. «στοίχος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ρήματα (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)