sou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sou < solt, sol < δημώδης λατινική soldus, χρυσό νόμισμα < κλασσική λατινική solidus ατόφιος/βαρύς
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sou | sous |
sou (fr) αρσενικό
- παλαιότερο νόμισμα που ισοδυναμούσε με το ένα εικοστό της λίβρας
- (παρωχημένο) το ένα εικοστό του φράγκου, πέντε λεπτά (: → δείτε τη λέξη centime)
- πληθυντικός (οικείο) τα λεφτά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]sou (pt)