solvable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
solvable solvables

Επίθετο

[επεξεργασία]

solvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό