solid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
solid < παλαιά γαλλική solide < λατινική solidus < solum (γη)
παραθετικά
θετικός solid
συγκριτικός solider / more solid
υπερθετικός solidest / most solid

solid (en)

  1. στερεός, σκληρός· όχι σε μορφή υγρού ή αερίου
    solid fuels - στερεά καύσιμα
    solid food - στερεά τροφή
    I’m stepping on solid ground.
    Πατάω σε στέρεο έδαφος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hard
  2. ατόφιος, συμπαγής
  3. πολύ καλός, εξαιρετικός
  4. (ανεπίσημο) ολόκληρος, χωρίς διάλειμμα· συνέχεια
    I waited a solid hour.
    Περίμενα μια ολόκληρη ώρα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
solid solids

solid (en)

  1. το στερεό, στερεό σώμα· όχι υγρό ή αέριο
    Solids under normal conditions of pressure and temperature have a constant shape and volume.
    Τα στερεά υπό κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας έχουν σταθερό σχήμα και όγκο.
  2. (γεωμετρία) το στερεό