sling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sling | slings |
sling (en)
- σφεντόνα
- (κυρ��ολεκτικά και μεταφορικά) χτύπημα όπως από σφεντόνα
- ※ To be, or not to be, that is the question:
Whether 'tis nobler in the mind to suffer
The slings and arrows of outrageous fortune,
Or to take arms against a sea of troubles,
And by opposing, end them.- Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία:
Μην είν' πιο τιμημένο στο νου σου να υποφέρεις
χτυπήματα, τοξεύματα της φοβερής της μοίρας,
Ή όπλα σηκώνοντας κόντρα σε θάλασσα κατατρεγμών,
αντιπαλεύοντας, να τους τελειώσεις. - William Shakespeare (Σαίξπηρ), Hamlet (Άμλετ), 1600, πράξη 3η, σκηνή 1η. Απόδοση: το Βικιλεξικό.
- Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία:
- ※ To be, or not to be, that is the question:
- επίδεσμος που περνιέται από το λαιμό και υποστηρίζει το χέρι
- θηλιά από σχοινί ή αλυσίδα με γάντζους που περνιέται γύρω από ένα βαρέλι κατά τη μεταφορά του με ανυψωτικό μηχάνημα
- μάρσιπος για μεταφορά μωρού, που επιτρέπει στο παιδί να αγκαλιάζει τη μητέρα του, όπως θα το έκανε αν αυτή το κρατούσε στην αγκαλιά της με τα χέρια
- αορτήρας, λουρί για την ανάρτηση όπλου στο σώμα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sling |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slings |
αόριστος | slung, slang |
παθητική μετοχή | slung |
ενεργητική μετοχή | slinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sling (en)
- (ανεπίσημο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) ρίχνω, εκσφενδονίζω, πετάω κάτι απρόσεκτα
- (συχνά στην παθητική φωνή) ρίχνω, βάζω κάτι κάπου όπου κρέμεται χαλαρά
- ↪ He slung his coat over his shoulder.
- Έριξε το παλτό του πάνω στον ώμο του.
- ↪ He slung his coat over his shoulder.
Πηγές
[επεξεργασία]- sling - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ, ρίχνω