sip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sip sips

sip (en)

  1. η μικρή γουλιά, η ρουφηξιά υγρού
    sip by sip - γουλιά γουλιά
    a sip of coffee - μια ρουφηξιά καφέ
     συνώνυμα: gulp, swig
ενεστώτας sip
γ΄ ενικό ενεστώτα sips
αόριστος sipped
παθητική μετοχή sipped
ενεργητική μετοχή sipping

sip (en)

  1. πίνω, ρουφώ αργά και με μικρές γουλιές
    I am slowly sipping my coffee
    Ρουφώ σιγά-σιγά τον καφέ μου
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 774. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ρουφηξιά, ρουφώ