simpatici
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /simˈpa.ti.t͡ʃi/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]simpatici (it) αρσενικό
- (πληθυντικός του επίθετου simpatico), συμπαθητικοί