safe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός safe
συγκριτικός safer / more safe
υπερθετικός safest / most safe

safe (en)

  1. ασφαλής, η ασφάλεια, προστατεύεται από κάθε κίνδυνο, βλάβη ή απώλεια
    You’re safe here.
    Εδώ είσαι ασφαλής.
    It’s in safe hands.
    Είναι σε ασφαλή χέρια.
    a safe place - ένα ασφαλές μέρος
    I don’t feel safe in the house with the doors and windows open.
    Δεν νιώθω ασφάλεια στο σπίτι με τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά.
    I always feel very safe when I’m with him.
    Αισθάνομαι πάντα μεγάλη ασφάλεια όταν βρίσκομαι μαζί του.
     συνώνυμα:  guarded, protected και secure
     αντώνυμα: unsafe
  2. σίγουρος, χωρίς κανέναν κίνδυνο, δεν είναι πιθανό να είναι λάθος ή να ενοχλήσει κάποιον
    That is a safe seat for the conservatives.
    Αυτή είναι σίγουρη έδρα για τους συντηρητικούς.
     συνώνυμα: sure

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
safe safes

safe (en)