ronde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ronde (fr) θηλυκό

  1. η τράτα (ένα είδος χορού))
  2. η περιπολία