poor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός poor
συγκριτικός poorer
υπερθετικός poorest

poor (en)

  1. φτωχός, που έχει πολύ λίγα χρήματα
    He comes from a poor family.
    Κατάγεται από φτωχή οικογένεια.
     αντώνυμα: rich
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καημένος, άμοιρος, για να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας
    Why lock up the poor little birds inside cages!
    Γιατί να φυλακίζουν τα καημένα τα πουλάκια μέσα στα κλουβιά!
    Poor child!
    Άμοιρος παιδί!
  3. φτωχός, κακός, που υστερεί, που μειονεκτεί σε κάτι
    foods poor in vitamins - τροφές φτωχές σε βιταμίνες
    poor results - φτωχά αποτελέσματα
    My knowledge is poor.
    Οι γνώσεις μου είναι φτωχές.
    Their vocabulary is poor.
    Το λεξιλόγιό τους είναι φτωχό.
    I have poor vision.
    Έχω κακή όραση.
    The construction of the house is very poor.
    Η κατασκευή του σπιτιού είναι πολύ κακό.
    This year’s harvest was poor.
    Η φετινή σοδειά ήταν κακή.
     συνώνυμα: bad
  4. κακός, για άνθρωπο που δεν είναι καλός σε κάτι
    He is a poor worker.
    Είναι κακός εργάτης.
    She’s a poor driver.
    Είναι κακή οδηγός.
    He is poor at math.
    Είναι κακός στα μαθηματικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unsuitable
  5. φτωχός, που έχει πολύ μικρές ποσότητες από κάτι
    a country poor in minerals/natural resources - χώρα φτωχή σε ορυκτά/σε φυσικούς πόρους

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

poor (en) (μόνο πληθυντικός)

  • οι φτωχοί, οι άνθρωποι που έχουν πολύ λίγα χρήματα ή περιουσία
    The rich get richer and the poor get poorer.
    Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
     αντώνυμα: rich