oriflamme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
oriflamme | oriflammes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oriflamme (fr) αρσενικό
- το λάβαρο
ενικός | πληθυντικός |
oriflamme | oriflammes |
oriflamme (fr) αρσενικό