obtain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | obtain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | obtains |
αόριστος | obtained |
παθητική μετοχή | obtained |
ενεργητική μετοχή | obtaining |
Ρήμα
[επεξεργασία]obtain (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) αποκτώ, παίρνω κάτι, ειδικά κάνοντας προσπάθεια
Πηγές
[επεξεργασία]- obtain - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκτώ