obserwatorium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική obserwatorium obserwatoria
γενική obserwatoriów
δοτική obserwatoriom
αιτιατική obserwatoria
οργανική obserwatoriami
τοπική obserwatoriach
κλητική obserwatoria


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

obserwatorium (pl) θηλυκό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]