noun substantive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- noun substantive < → δείτε τις λέξεις noun και substantive
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]noun substantive (en)
- (παρωχημένο) το ουσιαστικό