melon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
melon melons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

melon (en)

  1. (φρούτο) το πεπόνι
  2. (αργκό, στον πληθυντικό) τα γυναικεία στήθη
  3. (αργκό) το κεφάλι



      ενικός         πληθυντικός  
melon melons

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

melon (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) η πεπονιά
  2. (φρούτο) το πεπόνι
  3. (ενδυμασία) είδος καπέλου
  4. (χυδαίο, υβριστικό) άτομο αραβικής καταγωγής
  5. (αργκό, Γαλλία) πρωτοετής φοιτητής της στρατιωτικής σχολής Saint-Cyr



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

melon (eo)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

melon (pl)

Συγγενικά

[επεξεργασία]