keep on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | keep on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps on |
αόριστος | kept on |
παθητική μετοχή | kept on |
ενεργητική μετοχή | keeping on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]keep on (en)