ge-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρόθημα

[επεξεργασία]

ge- (eo)

  • μόριο που σημαίνει και τα δύο φύλα

Παράγωγα

[επεξεργασία]