exam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exam | exams |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- exam: συντομευμένη μορφή του examination
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]exam (en)
ενικός | πληθυντικός |
exam | exams |
exam (en)