diglossia
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
diglossia (en)
- η διγλωσσία (η συνύπαρξη δύο διαλέκτων ή ιδιωμάτων της ίδιας γλώσσας, από τα οποία το ένα έχει μεγαλύτερο κύρος και θεωρείται καταλληλότερο για τους μορφωμένους και τη διοίκηση)
- (ιατρική) η ύπαρξη διχαλωτής γλώσσας