describe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | describe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | describes |
αόριστος | described |
παθητική μετοχή | described |
ενεργητική μετοχή | describing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- describe < μέση αγγλική < παλαιά γαλλική < λατινική describo (describere) [1]
Ρήμα
[επεξεργασία]describe (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη scribe
Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- describe - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- describe - Cambridge Dictionary online
- describe - Oxford Learner's Dictionaries