dealer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dealer (en)
- έμπορος, διακινητής/διακινήτρια, μεταπωλητής, ντίλερ
- εμπορικός αντιπρόσωπος
- κρουπιέρης
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]dealer (fr)
- (αργκό) διακινώ ναρκωτικά ή άλλα παράνομα εμπορεύματα, o ναρκέμπορος