conjonction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.ʒɔ̃k.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conjonction conjonctions

conjonction (fr) θηλυκό

  1. η σύζευξη
  2. η συζυγία
  3. ο σύνδεσμος