bungle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bungle < παλαιά νορβηγική bungle
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bungle (en)
- η ατσαλιά, η τσαπατσουλιά, η κακοτεχνία, η προχειρότητα
Ρήμα
[επεξεργασία]bungle (en)