bud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bud | buds |
bud (en)
- φυτικός οφθαλμός/μάτι
- το μπουμπούκι
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bud |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buds |
αόριστος | budded |
παθητική μετοχή | budded |
ενεργητική μετοχή | budding |
bud (en)
- (βοτανική, αμετάβατο) σκάω, βγάζω μπουμπούκια, μπουμπουκιάζω
- ↪ When the almond trees are budding…
- Όταν σκάσουν τα μπουμπούκια στις αμυγδαλιές…
- ↪ the flowers have budded - τα λουλούδια έχουν μπουμπουκιάσει
- ↪ When the almond trees are budding…
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 575, 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπουμουκιάζω, σκάζω