autobus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
autobus < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autobus (sq)

  1. λεωφορείο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
autobus autobus

autobus (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autobus (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autobus (hr)

  1. το λεωφορείο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autobus (nl)

  1. το λεωφορείο



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /awˈtɔbus/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autobus (pl) αρσενικό

  1. λεωφορείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autobus (ro)

  1. το λεωφορείο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autobus (sr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autobus (sk) αρσενικό

  1. το λεωφορείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autobus (cs) αρσενικό

  1. το λεωφορείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]