authority
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
authority | authorities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]authority (en)
- αρχή (εξουσία)
ενικός | πληθυντικός |
authority | authorities |
authority (en)