attack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
attack | attacks |
attack (en)
- η επίθεση
- ↪ a surprise attack - αιφνιδιαστική επίθεση
- (πληροφορική) η προσπάθεια εκμετάλλευσης κενού ασφαλείας ώστε να προσπελαστεί υπολογιστής
- → δείτε τη λέξη zero-day attack
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | attack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attacks |
αόριστος | attacked |
παθητική μετοχή | attacked |
ενεργητική μετοχή | attacking |
attack (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ βία για να προσπαθήσω να πληγώσω ή να σκοτώσω κάποιον
- ↪ Our dog attacked the mailman.
- Το σκυλί μας επιτέθηκε στον ταχυδρόμο.
- ↪ He attacked him with punches and kicks.
- Του επιτέθηκε με γροθιές και κλοτσιές.
- ↪ He attacked her to rape her.
- Της επιτέθηκε για να τη βιάσει.
- ↪ Our dog attacked the mailman.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ όπλα εναντίον ενός εχθρού σε έναν πόλεμο
- ↪ He ordered us to attack.
- Διέταξε να επιτεθούμε.
- ↪ Turkey attacked Cyprus and occupied its northern part.
- Η Τουρκία επιτέθηκε κατά της Κύπρου και κατέλαβε το βόρειο τμήμα της.
- ↪ He ordered us to attack.
- (μεταβατικό) επιτίθεμαι, επικρίνω αυστηρά κάποιον ή κάτι
- ↪ His wife attacked him because he was late.
- Του επιτέθηκε η γυναίκα του γιατί άργησε.
- ↪ The opposition is personally attacking the prime minister.
- Η αντιπολίτευση επιτίθεται προσωπικά κατά του πρωθυπουργού.
- ↪ His wife attacked him because he was late.
- (αμετάβατο) επιτίθεμαι, για άθλημα που κάνω επίθεση με σκοπό τη νίκη
- ↪ Our team is attacking but doesn’t manage to break the opponents’ defense.
- Η ομάδα μας επιτίθεται, δεν κατορθώνει όμως να κάμψει την άμυνα των αντιπάλων.
- ↪ the attacking player - ο επιθετικός παίκτης
- ↪ Our team is attacking but doesn’t manage to break the opponents’ defense.
- (μεταβατικό) επιτίθεμαι, κάνω κάτι με κάτι με πολλή ενεργητικότητα
- ↪ The guests attacked the buffet.
- Οι καλεσμένοι επιτέθηκαν στον μπουφέ.
- ↪ The guests attacked the buffet.