attack

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
attack attacks

attack (en)

  1. η επίθεση
    a surprise attack - αιφνιδιαστική επίθεση
  2. (πληροφορική) η προσπάθεια εκμετάλλευσης κενού ασφαλείας ώστε να προσπελαστεί υπολογιστής
    → δείτε τη λέξη zero-day attack

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας attack
γ΄ ενικό ενεστώτα attacks
αόριστος attacked
παθητική μετοχή attacked
ενεργητική μετοχή attacking

attack (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ βία για να προσπαθήσω να πληγώσω ή να σκοτώσω κάποιον
    Our dog attacked the mailman.
    Το σκυλί μας επιτέθηκε στον ταχυδρόμο.
    He attacked him with punches and kicks.
    Του επιτέθηκε με γροθιές και κλοτσιές.
    He attacked her to rape her.
    Της επιτέθηκε για να τη βιάσει.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ όπλα εναντίον ενός εχθρού σε έναν πόλεμο
    He ordered us to attack.
    Διέταξε να επιτεθούμε.
    Turkey attacked Cyprus and occupied its northern part.
    Η Τουρκία επιτέθηκε κατά της Κύπρου και κατέλαβε το βόρειο τμήμα της.
  3. (μεταβατικό) επιτίθεμαι, επικρίνω αυστηρά κάποιον ή κάτι
    His wife attacked him because he was late.
    Του επιτέθηκε η γυναίκα του γιατί άργησε.
    The opposition is personally attacking the prime minister.
    Η αντιπολίτευση επιτίθεται προσωπικά κατά του πρωθυπουργού.
  4. (αμετάβατο) επιτίθεμαι, για άθλημα που κάνω επίθεση με σκοπό τη νίκη
    Our team is attacking but doesn’t manage to break the opponents’ defense.
    Η ομάδα μας επιτίθεται, δεν κατορθώνει όμως να κάμψει την άμυνα των αντιπάλων.
    the attacking player - ο επιθετικός παίκτης
  5. (μεταβατικό) επιτίθεμαι, κάνω κάτι με κάτι με πολλή ενεργητικότητα
    The guests attacked the buffet.
    Οι καλεσμένοι επιτέθηκαν στον μπουφέ.