associate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

associate (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. συνδεδεμένος, χωρίς πλήρη δικαιώματα ή προνόμια
    associate member - συνδεδεμένο μέλος
    associate professor - αναπληρωτής καθηγητής
  2. πρόσεδρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
associate associates

associate (en)

  1. η συντροφιά, ο σύντροφος, ο φίλος
  2. κάποιος που συμμετέχει σε μια ένωση χωρίς πλήρη δικαιώματα
ενεστώτας associate
γ΄ ενικό ενεστώτα associates
αόριστος associated
παθητική μετοχή associated
ενεργητική μετοχή associating

associate (en)

  1. (μεταβατικό) συνδέω, συσχετίζω δύο έννοιες, παραστάσεις, γεγονότα ή πρόσωπα, με βάση τη λογική ή τη συνειρμική τους συνάφεια
    I always associate Paris with the spring.
    Πάντα συνδέω το Παρίσι με την άνοιξη.
    These two problems are not associated at all.
    Αυτά τα δύο προβλήματα δεν συνδέονται καθόλου.
    They associated the increase in crime with violent movies on TV.
    Συσχέτισαν την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση.
    I always associate the Christmas holidays with my childhood.
    Τις γιορτές των Χριστουγέννων τις συσχετίζω πάντα με τα παιδικά μου χρόνια.
     συνώνυμα:  connect, link, relate και relate to
  2. (αμετάβατο) συναναστρέφομαι, κάνω παρέα, έχω κοινωνικές σχέσεις
    If you associate with bums, you’ll end up becoming one yourself.
    Αν συναναστρέφεσαι με αλήτες θα καταλήξεις να γίνεις και συ τέτοιος.
    He associates with all sorts of people.
    Κάνει παρέα με κάθε λογής ανθρώπους.
  3. (μεταβατικό) συμμετέχω ως συνεταίρος, φίλος, σύμμαχος
  4. συσχετίζω στο μυαλό μου ή τη φαντασία μου

κατάλληλες προθέσεις

[επεξεργασία]

το to είναι επίσης σωστό, όμως το with είναι η νοηματικά βέλτιστη επιλογή

  • associate with
  • associate to