USA

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /juː ɛs ˈeɪ/

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

USA (en) αρκτικόλεξο

  1. (χώρα) United States of America, οι ΗΠΑ
    The federal government of the USA consists of three distinct branches.
    Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ αποτελείται από τρεις διακριτούς κλάδους.
     συνώνυμα: US
  2. (στρατιωτικός όρος) United States Army, ο Αμερικανικός Στρατός, ο Στρατός (ξηράς) των Ηνωμένων Πολιτειών
    → δείτε και τα αρκτικόλεξα USMC, USN, USAF, USSF και USCG

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
USA < (άμεσο δάνειο) αγγλική USA

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌuːʔɛsˈʔaː/
 

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

USA (de) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό, αρκτικόλεξο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]