transgender
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
transgender | transgenders |
transgender (en)
Επίθετο
transgender (en)
ενικός | πληθυντικός |
transgender | transgenders |
transgender (en)
transgender (en)