Μανδαρίνος (πτηνό)
Μανδαρίνος (πτηνό) | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος αρσενικός μανδαρίνος (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Aix galericulata (Αιξ η φενακηφόρος) Linnaeus, 1758 |
Ο Μανδαρίνος είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Aix galericulata και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[1]
Παρόλο που πρόκειται για ασιατικό είδος, λόγω του εντυπωσιακού του παρουσιαστικού ο μανδαρίνος έχει εισαχθεί σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες (λ.χ. Ηνωμένο Βασίλειο) και την Αμερική (Καλιφόρνια), ενώ σε πολλές άλλες αποτελεί πολύτιμο έκθεμα των ζωολογικών κήπων.[2]
- Από πολλούς ερευνητές και το πλατύ κοινό, θεωρείται η ομορφότερη πάπια στον κόσμο.
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους Aix είναι απ’ ευθείας δάνεια της αρχαίας ελληνικής αιξ. Ωστόσο, δεν έχει τη σημασία -τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο- της λέξης αίγα «κατσίκα», αλλά αποτελεί ανεξάρτητη λέξη με δική της σημασία, η οποία αναφέρεται στον Αριστοτέλη. [i] Προφανώς, ο ονοματήσας το taxon -Boie, 1828- έλαβε υπ’ όψιν τη συγκεκριμένη αναφορά του μεγάλου φιλοσόφου, ωστόσο άγνωστο παραμένει εάν το συγκεκριμένο πτηνό ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, ή πρόκειται για κάποιο άλλο -παρεμφερές- είδος. [εκκρεμεί παραπομπή] Η λατινική επιστημονική ονομασία του είδους galericulata προέρχεται από την επίσης λατινική gălērĭcŭlum «φενάκη, περούκα», με σαφή αναφορά προς τα χαρακτηριστικά φτερά του κεφαλιού του πτηνού, τα οποία ειδωμένα ως σύνολο, σχηματίζουν ένα είδος «κράνους» (gălērus).[3]
Η αγγλική (Mandarin duck) και η ελληνική ονομασία του πτηνού -απ’ ευθείας απόδοση της αγγλικής-, παραπέμπουν σε μία από τις κύριες χώρες καταγωγής του είδους, την Κίνα, και τους εκεί πολιτικούς και στρατιωτικούς λειτουργούς της, τους μανδαρίνους, όπως τους είχαν αποκαλέσει οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες.
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1758, από τον Λινναίο, στο έργο του Systema Naturae, στην Κίνα.[4] Το γένος ανήκει στην οικογένεια Νησσίδες (Anatidae) των Χηνομόρφων (Anseriformes). Παρόλο που, συνήθως, τοποθετείται στην υποοικογένεια Νησσίνες (Anatinae),[1] εν τούτοις υπάρχουν ερευνητές που θεωρούν ότι ανήκει στην υποοικογένεια Ταδορνίνες (Tadorninae), μαζί με τις βαρβάρες.[5][6]
Γεωγραφική κατανομή και μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο μανδαρίνος είναι μερικώς μεταναστευτικό πτηνό της Α. Ασίας, όπου βρίσκονται τα «πατρογονικά» εδάφη αναπαραγωγής του, όμως λόγω του εντυπωσιακού του παρουσιαστικού έχει εισαχθεί πλέον σε διάφορες χώρες, στις οποίες αποτελεί πλέον επιγενές, εγκατεστημένο είδος.
Η φυσική του εξάπλωση περιλαμβάνει συγκεκριμένες χώρες της Α. Ασίας, την Ιαπωνία, τις Βόρεια και Νότια Κορέα, την Ταϊβάν καθώς και τμήματα της ΝΑ. Ρωσίας και της Α. Κίνας. Από αυτές, μόνον στην Ιαπωνία -στο μεγαλύτερο μέρος της- και στην Ταϊβάν φαίνεται να παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ως καθιστικό πτηνό. Στη Ρωσία και τη Β. Ιαπωνία έρχεται για να φωλιάσει το καλοκαίρι, ενώ ξεχειμωνιάζει στη ΝΑ. Κίνα και στον νότο της Ν. Κορέας. Οι ενδιάμεσες περιοχές χρησιμοποιούνται ως μεταναστευτικές οδοί.
Έχει εισαχθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ελβετία και τη Σλοβενία.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από τη Λευκορωσία, την Ισπανία (Κανάρια), την Ινδία, τη Μογγολία, το Χονγκ Κονγκ, τη Μιανμάρ, το Νεπάλ, την Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ.[7]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ενδιαιτήματα που προτιμά ο μανδαρίνος στα εδάφη αναπαραγωγής του είναι οι πυκνές, θαμνώδεις δασικές άκρες των λιμνών σε ολιγοτροφικά ύδατα. Επίσης, συχνάζει στις όχθες των ποταμών που διαρρέουν τα δάση της τάιγκα. Γενικά, προτιμά τις περιοχές με χαμηλό υψόμετρο, αλλά μπορεί να αναπαραχθεί σε κοιλάδες μέχρι τα 1.500 μέτρα. Τον χειμώνα, εμφανίζεται επιπρόσθετα σε έλη, πλημμυρισμένα χωράφια και ανοικτά ποτάμια. Παρόλο που προτιμά τα γλυκά νερά, μπορεί επίσης να διαχειμάζει σε παράκτιες λιμνοθάλασσες και εκβολές ποταμών.
Στις ευρωπαϊκές περιοχές όπου έχει εισαχθεί, ζει σε πιο ανοικτά οικοσυστήματα από ό, τι στα πατρογονικά του εδάφη, γύρω από όχθες λιμνών, πλημμυρισμένα λιβάδια, καθώς και σε καλλιεργούμενες εκτάσεις με παρακείμενα δάση.[6]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αρσενικός μανδαρίνος στο αναπαραγωγικό του πτέρωμα, όχι μόνον δεν συγχέεται με κανένα άλλο είδος πτηνού παγκοσμίως (indistinguishable), αλλά τα χρώματα του πτερώματός του είναι εικόνα που δύσκολα φεύγει από τη μνήμη του παρατηρητή. Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρείται η ομορφότερη πάπια και από τα ομορφότερα είδη του ζωικού βασιλείου, γενικότερα.
Στους μανδαρίνους, όπως και σε όλες τις πάπιες, εμφανίζεται έντονος φυλετικός διμορφισμός, με το ενήλικο αρσενικό (drake) να διαθέτει ολόκληρη τη χρωματική παλέτα (sic) στο πτέρωμα της αναπαραγωγικής περιόδου.
Τα κεντρικά πλαϊνά του κεφαλιού είναι χιονόλευκα σε σχήμα ημισελήνου, με μια λεπτή γραμμή στα «τελειώματα» προς τον τράχηλο. Το στέμμα του κεφαλιού έχει τρία διαφορετικά χρώματα, σκούρο πράσινο μπροστά και μέχρι το ράμφος, κοκκινωπό στην κορυφή και κυανοπράσινο προς τον τράχηλο. Τα πλαϊνά του προσώπου κάτω από τον οφθαλμό απαρτίζονται από λεπτά, πυρόξανθα καλυπτήρια φτερά, που διαχωρίζονται από το υπόλοιπο πτέρωμα του προσώπου, σχηματίζοντας χαρακτηριστικά μακριά «μουστάκια» (whiskers), που εκτείνονται μέχρι το εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού. Τα φτερά του προσώπου, μαζί με εκείνα της κορυφής του κεφαλιού, ενώνονται σε έναν «παράδοξο» συνδυασμό που -ειδικά όταν είναι ανορθωμένα- θυμίζει έντονα «κράνος» και δικαιολογούν την ονομασία του είδους (βλ. Ονοματολογία).
Το στήθος είναι κυανό-μωβ και, στα όρια μεταξύ κάτω επιφάνειας και πλευρών, υπάρχουν δύο χαρακτηριστικές, κάθετες ασπρόμαυρες λωρίδες. Τα πλαϊνά του σώματος διαθέτουν εξαιρετικά λεπτοδομημένα γεωμετρικά μοτίβα στο χρώμα της ώχρας, που οριοθετούνται από ασπρόμαυρη καμπύλη ζώνη στο ύψος της ράχης και της ουράς. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του πτερώματος, όμως, αποτελούν αναμφίβολα οι δύο τριγωνικές δομές από ανορθωμένα καλυπτήρια φτερά που ξεκινούν από τα πλαϊνά της ουράς και «συναντώνται» στην κορυφή τους, πάνω από το ουροπύγιο. Αυτοί οι εντυπωσιακοί σχηματισμοί, έχουν απαλό μπεζ χρώμα με λευκό περιθώριο στο πάνω μέρος και ονομάζονται ιστία (sails), για προφανείς λόγους.
Η κάτω επιφάνεια του σώματος είναι, επίσης, κατάλευκη, το ράμφος θαμπό κόκκινο με ανοικτόχρωμο όνυχα, η ίριδα μαύρη, οι ταρσοί και τα πόδια ανοιχτά πορτοκαλί με καφεκυανές λοβώσεις. Η ουρά είναι σκούρα καφέ και το ουροπύγιο, επίσης, κυανοπράσινο. Το κάτοπτρο είναι πράσινο-μπλε, αλλά «χάνεται» μέσα σε αυτήν τη χρωματική πανδαισία. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα εμφανές κατά τη διάρκεια της πτήσης, και στα δύο φύλα. Όλα αυτά τα εντυπωσιακά χρώματα βρίσκονται στο απόγειο της φωτεινότητάς τους κατά την περίοδο της αναπαραγωγής και, αργότερα, ξεθωριάζουν και γίνονται πιο μουντά και όχι τόσο σαφώς οριοθετημένα, πριν την επακόλουθη έκδυση.
- Παρόλο που τα αρσενικά έχουν παρόμοιο πτέρωμα, εν τούτοις μικρές χρωματικές διαφοροποιήσεις στην περιοχή του κεφαλιού και στα ιστία, χαρακτηρίζουν κάθε άτομο, μεμονωμένα.[8]
Το θηλυκό (duck) δεν διαθέτει κανένα από τα εντυπωσιακά χρώματα του αρσενικού, αλλά ξεχωρίζει από τις άλλες θηλυκές πάπιες, από τον λευκό οφθαλμικό δακτύλιο και τη λευκή οφθαλμική γραμμή πάνω στο γκρίζο πτέρωμα του κεφαλιού της. Η ράχη είναι σκούρα καφέ και το κάτω μέρος γκριζόμαυρο με χαρακτηριστικές, διάσπαρτες ανοιχτόχρωμες κηλίδες. Επίσης, διακρίνεται το χαρακτηριστικό πρασινο-μπλε κάτοπτρο στο πλαϊνό μέρος του σώματος (δευτερεύοντα ερετικά φτερά).
Τα νεαρά άτομα (ducklings) μοιάζουν πολύ με εκείνα της πρασινοκέφαλης πάπιας, αλλά η σκούρα οφθαλμική γραμμή διακόπτεται μετά τον οφθαλμό (συνεχίζεται μέχρι το ράμφος στην πρασινοκέφαλη).[9]
Στα μέσα Μαΐου οι μανδαρίνοι υπόκεινται σε αλλαγές στο πτέρωμα (moulting). Υπάρχει πρώτα αλλαγή μικρής έκτασης, αλλά στη συνέχεια και μέχρι τον Ιούλιο, πραγματοποιείται ολική αλλαγή. Οι πάπιες δεν είναι, τότε, σε θέση να πετάξουν για περίπου έναν (1) μήνα.[8]
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ολικό μήκος σώματος: (41-) 43 έως 47 (-49) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 65 έως 75 εκατοστά
- Μήκος εκάστης πτέρυγας: ♂ 23,9 ± 0,85 εκατοστά [Εύρος 23,0 – 25,1 εκατοστά (σε δείγμα Ν 105 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 23,1 ± 0,60 εκατοστά [Εύρος 22,0 – 24,0 εκατοστά (Ν=125)]
- Βάρος: ♂ 550 έως 700 γραμμάρια (Ν=85), ♀ 500 έως 700 γραμμάρια (Ν=103) [10]
(Πηγές:[11][12][13][14][15][16][17][18][19])
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι μανδαρίνοι, όπως άλλες πολλές πάπιες, είναι παμφάγα πτηνά και αναζητούν την τροφή τους με τα πόδια μισοβυθισμένα στο νερό ή -στην πλειονότητα των περιπτώσεων- περπατώντας στην ξηρά. Τρώνε κυρίως βλαστούς και σπέρματα, κυρίως της οξιάς, αλλά και ζωική ύλη, όπως σαλιγκάρια, έντομα και μικρά ψάρια.[20] Η διατροφή τους αλλάζει ανάλογα με την εποχή. Το φθινόπωρο και τον χειμώνα, συνήθως τρώνε βελανίδια και κόκκους δημητριακών. Την άνοιξη συνήθως τρώνε έντομα, σαλιγκάρια, ψάρια και υδρόβια φυτά, ενώ το καλοκαίρι τρώνε σκουλήκια, μικρά ψάρια, βατράχια, μαλάκια και μικρά φίδια. Τρέφονται κυρίως κατά την αυγή ή το σούρουπο, ενώ αναπαύονται πάνω στα δέντρα ή στο έδαφος κατά τη διάρκεια της ημέρας.[6]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο φυσικό τους περιβάλλον, οι μανδαρίνοι είναι ντροπαλά, διακριτικά και σιωπηλά πτηνά και παραμένουν καλά κρυμμένοι στη βλάστηση των παρόχθιων οικοσυστημάτων τους. Πετούν σε ευθεία γραμμή και γρήγορα,[16] αλλά όταν χρειαστεί, κινούνται επιδέξια ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων. Μπορούν και σκαρφαλώνουν στους κορμούς, χρησιμοποιώντας τα νύχια των ποδιών τους. Θεωρούνται αρκετά ανθεκτικά πτηνά στις χαμηλές θερμοκρασίες.
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη φύση, οι μανδαρίνοι αναπαράγονται σε πυκνά δασωμένες περιοχές κοντά σε ρηχές λίμνες, βάλτους και λίμνες. Εκτός από τα πολύχρωμα φτερά του αρσενικού, οι μανδαρίνοι έχουν ένα περίτεχνο τελετουργικό ερωτοτροπίας, με σφυρίγματα, ανόρθωση του λοφίου και των ιστίων, κινήσεις του κεφαλιού και καλλωπισμό του πτερώματος (preening).
Φωλιάζουν σε βαθιές κοιλότητες στα δέντρα -σπανιότερα σε διχάλες- κοντά στο νερό και, σε ύψος που ποικίλλει από 3-15 μέτρα από το έδαφος. Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης, εκτός από ελάχιστα πούπουλα ή μικρά φτερά.[21]
Η ωοτοκία επιτελείται άπαξ, αλλά μπορεί να αναπληρωθεί σε περίπτωση απώλειας. Αποτελείται από 9-12 αβγά, διαστάσεων 48,8 Χ 36,3 χιλιοστών και βάρους 41 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 9% είναι κέλυφος,[10] που εναποτίθενται τον Απρίλιο ή τον Μάιο. Παρά το γεγονός ότι το αρσενικό μπορεί να υπερασπιστεί το επωάζον θηλυκό και τα αβγά στη φωλιά, ο ίδιος δεν ασχολείται με την επώαση, ενώ μπορεί να εγκαταλείψει τη φωλιά πριν την εκκόλαψη. Η επώαση διαρκεί 28-30 ημέρες.[21]
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι και καθοδηγούνται αμέσως από το θηλυκό στο νερό, που τους επιτηρεί στενά.[6] Πτερώνονται σε 40-45 ημέρες, περίπου.[15]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι θηρευτές των μανδαρίνων ποικίλλουν ανάλογα, μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του εύρους κατανομής τους. Βιζόν, νυκτερεύτες, βίδρες, κουνάβια, μπούφοι και νερόφιδα είναι όλα τους, δυνητικοί θηρευτές των πτηνών. Όμως, η μεγαλύτερη απειλή είναι η απώλεια των ενδιαιτημάτων του είδους, λόγω υλοτομίας. Η λαθροθηρία αποτελεί, επίσης, απειλή για την πάπια αν και, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η μακρινή απόσταση πυροβολισμού δείχνει ότι οι κυνηγοί δεν αναγνώρισαν το θήραμα. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές, το εντυπωσιακής εμφάνισης πτηνό προτιμάται να συλληφθεί ζωντανό και να πωληθεί στο παραεμπόριο.
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κάποτε, ο μανδαρίνος υπήρξε διαδεδομένος σε ολόκληρη την Α. Ασία, αλλά το μεγάλης κλίμακας εμπόριο και η καταστροφή των δασικών του ενδιαιτημάτων, είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των πληθυσμών στην Α. Ρωσία και στην Κίνα σε, κάτω από 1.000 ζεύγη σε κάθε χώρα. Μόνον η Ιαπωνία, θεωρείται ότι εξακολουθεί να φιλοξενεί περίπου 5.000 ζευγάρια από αυτό το εντυπωσιακό πτηνό.[6]
Ανέκαθεν, πολλά άτομα διέφευγαν από την αιχμαλωσία και, στον 20ό αιώνα, μεγάλος αριθμός μανδαρίνων άρχισε να αναπαράγεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και μικρότεροι αριθμοί στην Ιρλανδία. Υπάρχουν σήμερα περίπου 7.000 άτομα στη Βρετανία, καθώς και αλλού στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με μεγαλύτερη συγκέντρωση στην περιοχή του Βερολίνου.[22] Μεμονωμένoι πληθυσμοί βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά στην κομητεία Σονόμα της Καλιφόρνια.[23]
Παρά το γεγονός ότι η τάση του πληθυσμού φαίνεται να είναι καθοδική, η μείωση αυτή δεν θεωρείται ικανή για να προσεγγίσει τα κατώτατα όρια για τα Ευάλωτα (Vulnerable) είδη, βάσει του κριτηρίου τάσης του πληθυσμού (> 30% μείωση πάνω από δέκα χρόνια ή τρεις γενεές). Ως εκ τούτου, το είδος αξιολογείται προς το παρόν ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[24]
Κουλτούρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι μανδαρίνοι αποκαλούνται από τους Κινέζους ως yuan-yang, αρσενικό και θηλυκό, αντίστοιχα. Στην παραδοσιακή κινεζική κουλτούρα, οι πάπιες αυτές πιστεύεται ότι ζευγαρώνουν δια βίου, σε αντίθεση με άλλα είδη παπιών. Ως εκ τούτου, θεωρούνται ως σύμβολο συζυγικής αγάπης και πίστης, και συχνά εμφανίζονται στην κινεζική τέχνη. Γι’ αυτό, άλλωστε, χρησιμοποιούνται ως σύμβολο στους κινεζικούς γάμους, επειδή ευνοούν την ευδαιμονία και την πιστότητα. Ωστόσο, επειδή το αρσενικό και το θηλυκό είναι τόσο ανόμοια στο παρουσιαστικό τους, στην Καντώνα συνηθίζουν να αποκαλούνται «παράξενο ζευγάρι» ή «αταίριαστο ζευγάρι».
Αλλά και για τους Κορεάτες, οι μανδαρίνοι αντιπροσωπεύουν την ειρήνη, την πίστη και την άφθονη παραγωγή σε απογόνους. Παρόμοια με τους Κινέζους, πιστεύουν ότι αυτές οι πάπιες ζευγαρώνουν για μια ζωή. Για τους λόγους αυτούς, ζεύγη μανδαρίνων προσφέρονται συχνά ως δώρα γάμου στους νεόνυμφους.[25]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Στο «Λεξικό Lidell &Scott» καταγράφεται με σαφήνεια το εξής: «πτηνόν υδρόβιον, πιθανόν εκ του γένους των χηνών, Αριστ. Ισ. Ζ. 8, 3, 16» [26]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Howard and Moore, p. 65
- ↑ http://ibc.lynxeds.com/species/egyptian-goose-alopochen-aegyptiacus
- ↑ Valpy p. 171
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2014.
- ↑ Johnson & Sorenson
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Madge & Burn
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/full/22680107/0
- ↑ 8,0 8,1 Kolbe, 178
- ↑ http://www.post-gazette.com/news/science/2012/02/08/Let-s-Talk-About-Birds-Mandarin-Ducks/stories/201202080316
- ↑ 10,0 10,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1780.htm
- ↑ Mullarney et al, p. 46
- ↑ Flegg, p. 68
- ↑ Heinzel et al, p. 62
- ↑ Harrison & Greensmith, p. 78
- ↑ 15,0 15,1 Perrins, p. 80
- ↑ 16,0 16,1 Bruun, p. 56
- ↑ Scott & Forrest, p. 36
- ↑ Singer, p. 122
- ↑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2014.
- ↑ 21,0 21,1 Harrison, p. 82
- ↑ Kunterbunte Einwanderer". Berliner Zeitung (in German). Retrieved August 2014
- ↑ Shurtleff & Savage
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/22680107/0
- ↑ http://www.nytimes.com/1986/10/05/magazine/tips-for-sophisticated-traveler-super-souvenirs-happy-couple-korean-wedding.html
- ↑ Lidell &Scott, p. 71
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
- Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Johnson, Kevin P. & Sorenson, Michael D. (1999). "Phylogeny and biogeography of dabbling ducks (genus Anas): a comparison of molecular and morphological evidence" (PDF). Auk 116 (3): 792–805. doi:10.2307/4089339
- Kolbe Hartmut; Die Entenvögel der Welt, Ulmer Verlag 1999, ISBN 3-8001-7442-1
- Madge, Steve & Burn, Hilary (1987). Wildfowl : an identification guide to the ducks, geese and swans of the world. London: Christopher Helm. ISBN 0-7470-
- Shurtleff, Lawton; Savage, Christopher (1996). The Wood Duck and the Mandarin: The Northern Wood Ducks. University of California Press. ISBN 0-520-20812-9.