Μια γυναίκα που η πόλη της βρίσκεται υπό συμμαχική κατοχή αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια ενός Άγγλου γιατρού για να σώσει ένα παιδί. Ένας δάσκαλος καλείται να υπηρετήσει την πατρίδα του και στα βάθη της Μικράς Ασίας θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Ένας άντρας επιβιβάζεται στο τρένο που θα τον φέρει στην Κωνσταντινούπολη και ανυπομονεί να ξαναβρεθεί στο πλάι μιας γυναίκας που άλλαξε τη ζωή του. Ένας γιατρός ερωτεύεται κάποια που δεν πρέπει κι αυτό θα αναστατώσει την τακτοποιημένη ως τότε ζωή του. Ποιος θα στείλει το τελευταίο του γράμμα από τον Βόσπορο; Σε ποιον θα απευθύνεται και τι γράφει;
Βιβλίο Τελευταίο γράμμα από τον Βόσπορο
Τίτλος πρωτοτύπου The last letter from Istanbul
Συγγραφέας Lucy Foley
Μεταφραστής Αλεξάνδρα Κονταξάκη
Κατηγορία Ρομαντικό μυθιστόρημα / Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Μίνωας
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Η Lucy Foley με το νέο της μυθιστόρημα μας ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη του 1918, όπου βρετανικές, ελληνικές, γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις, συνεπεία της Ανακωχής του Μούδρου με την οποία έληξε η συμμετοχή της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, καταλαμβάνουν την πόλη και δημιουργούν συμμαχική στρατιωτική διοίκηση. Τρία χρόνια αργότερα θα ξεδιπλωθεί μια από τις ωραιότερες ιστορίες αγάπης που έχω διαβάσει ως τώρα και ταυτόχρονα θα ζωντανέψουν με ποικίλα χρώματα οι συνέπειες του πολέμου στις ζωές ανθρώπων όλων των ηλικιών, των φύλων και των νοοτροπιών. Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται στηριγμένο στις ζωές της Νουρ, του μικρού Αρμένη, του στρατιωτικού γιατρού Τζορτζ Μονρό, του Τούρκου στρατιώτη που θα βιώσει τη φρίκη και την κτηνωδία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Μικρά Ασία κι ενός άγνωστου ταξιδιώτη που διασχίζει την Ευρώπη για να φτάσει στην Πόλη. Πέντε ήρωες, πέντε διαφορετικοί χαρακτήρες, μπλέκονται απρόσμενα και δημιουργούν ένα αξιέπαινο πολυπρισματικό μυθιστόρημα γεμάτο πασιφιστικά μηνύματα, πλούσια συναισθήματα, ανατροπές και ωμές αλήθειες γύρω από την καταστροφή που προκαλεί ο πόλεμος σε ψυχές και σώματα, ακόμη και πολλά χρόνια μετά τη λήξη του.
Η συγγραφέας αποτυπώνει με ρεαλισμό και αντικειμενικότητα τις συνθήκες ζωής στην Κωνσταντινούπολη του 1921, με τους κατοίκους να νιώθουν προδομένοι, αφού οι Σύμμαχοι διαβεβαίωσαν ότι δε θα γινόταν κατοχή, οπότε γιατί είναι αραγμένα τα πλοία τους στη θάλασσα και γιατί οι κιλλίβαντες είναι στραμμένοι στα μνημεία της πόλης; Οι άντρες υποχρεούνται να βγάλουν το φέσι, η πόλη μετονομάζεται σε Κωνσταντινούπολη από Ιστανμπούλ και στην αρχή οι κάτοικοι υπονομεύουν συνεχώς τους κατακτητές, τους αγνοούν, τους αψηφούν. Σύντομα όμως η ταπείνωση έγινε συνήθεια, αν και κάποιοι πιο θερμόαιμοι αρχίζουν να συγκεντρώνουν άτομα, να καταστρώνουν σχέδια, να προχωράνε σε σαμποτάζ και δολοφονίες λίγο πριν αχνοφανεί στον ορίζοντα η μορφή του Μουσταφά Κεμάλ. Σε αυτήν τη δυσχερή κατάσταση προστίθενται οι εκδιωγμένοι από τη Ρωσική Επανάσταση και απελπισμένοι πρόσφυγες. Ταυτόχρονα όμως αυτή η κατοχή βοήθησε και στην υποχώρηση κάποιων εμποδίων για τις γυναίκες, οι οποίες άρχισαν να κυκλοφορούν χωρίς φερετζέ, να βγαίνουν στον δρόμο, ακόμη και να εργάζονται! Στους δρόμους υπάρχουν και οι στρατιώτες που γύρισαν από το μέτωπο και καλούνται να αντιμετωπίσουν μια νέα πραγματικότητα. Δε βρίσκουν δουλειά, οι συμπατριώτες τους τους συμπεριφέρονται σκαιά, υποτιμητικά και διαπιστώνουν πως έφυγαν από κάπου απάνθρωπα αλλά με σκοπό και γύρισαν σ’ ένα μέρος που δεν τους θέλει, «με την εγγύτητα των ανθρώπων που γνώριζαν και αγαπούσαν την παλιά εκδοχή του εαυτού τους να είναι σχεδόν αβάσταχτη» (σελ. 253).
Η Νουρ ζει στον Τοπχανέ, με θέα τον Βόσπορο με τα συμμαχικά πλοία, μαζί με τη μητέρα της, που βυθίστηκε στη σιωπή και στην ακινησία μετά τον θάνατο του γιου της, και τη γιαγιά της. Ο πατέρας της σκοτώθηκε στην Καλλίπολη, ο άντρας της πέθανε στο μέτωπο και ο αδελφός της έχει εξαφανιστεί. Μόνη της παλεύει να επιβιώσει και εργάζεται ως δασκάλα σ ένα σχολείο με φτωχά παιδιά και Ρωσάκια που μόλις ήρθαν από τη Μαύρη Θάλασσα. Η δυσκολία της δουλειάς την κουράζει αλλά η μάθηση που μεταδίδει τη βοηθάει να ανταπεξέλθει, δεν της αφήνει χρόνο για περίσκεψη, να θυμάται τους δικούς της και να αναπολεί. Με διάφορες αφορμές που εγείρουν τη μνήμη της μαθαίνουμε σε τι περιβάλλον μεγάλωσε, ποια ήταν τα δικά της σχέδια και ποια αυτά της μητέρας της για κείνη. Μια μυρωδιά, ένας ήχος, μια εικόνα ξυπνούν τη μνήμη της και επιστρέφει σε κάποια γεγονότα του τρυφηλού οικογενειακού παρελθόντος. Είναι μια γυναίκα: «…ένα ανεξιχνίαστο, σύνθετο μείγμα αυτοπεποίθησης και δισταγμού, θυμού και αταραξίας» (σελ. 325). Βρήκε και έσωσε από την πυρκαγιά της συνοικίας του ένα μικρό αγόρι που μεγαλώνει στο πλάι της προσπαθώντας να ξεπεράσει τα ψυχολογικά του τραύματα. Η πείνα του είναι πλέον παθολογική και τρώει τα πάντα, κάτι που γίνεται χειρότερο με τη φτώχεια που επιφέρει η συμμαχική κατάληψη. Δυσκολεύεται με τα γράμματα, όταν βρίσκει όμως ένα τετράδιο συνταγών δεν το αποχωρίζεται, ονειρεύεται τα τρόφιμα, δημιουργεί εικόνες, προσποιείται τον χορτάτο και τελικά ακολουθεί ένα μονοπάτι στο οποίο θα διακριθεί σύντομα και απρόσμενα!
Το πατρικό σπίτι της Νουρ έχει μετατραπεί σε νοσοκομείο, όπου εργάζεται ο στρατιωτικός γιατρός Τζορτζ Μονρό. Είναι ένας άντρας πιστός στο καθήκον που δέχτηκε εθελοντικά να έρθει στην Κωνσταντινούπολη αλλά η ασυδοσία των συμπατριωτών του, η κατακτητική τους στάση, οι βιαιότητες που γίνονται κάποιες φορές προς τους κατοίκους τον φέρνουν σε δύσκολη θέση. Είναι μαγεμένος από την αχλή της πόλης και βλέπει με διεισδυτικότητα και αντικειμενικότητα τις πραγματικές δυσκολίες της καθημερινότητας των κατοίκων και τη φθίνουσα λόγω των συνθηκών ομορφιά της πόλης. Είναι ένας άνθρωπος που απολαμβάνει μια απλή χαρά πίνοντας τούρκικο καφέ ή πηγαίνοντας σε κουρείο για να ξυριστεί. «Αν τα τελευταία χρόνια τού έχουν δείξει κάτι, αυτό είναι η μεταβλητότητα των πάντων» (σελ. 100). Γιατί δέχτηκε εθελοντικά να έρθει στην Κωνσταντινούπολη, τι άνθρωπος είναι, πώς σκέφτεται και πώς ενεργεί; Αγαπημένη του συνήθεια, να φιλοσοφεί: «Είχαν την ευλογία να ζουν ανεπηρέαστα… απ’ όλα τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους στην αχρείαστη πολυπλοκότητα της ζωής τους» (σελ. 184). Ο Μονρό και η Νουρ γνωρίζονται κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες και χάρη σε μια σειρά από τυχαία γεγονότα η κοπέλα ξαναμπαίνει στο σπίτι της, θυμάται οικογενειακά στιγμιότυπα, ραχάτια και κουβέντες «…πίναμε σερμπέτι με άρωμα τριαντάφυλλο και είχαμε την πολυτέλεια της πλήξης» (σελ. 173). Με πόση παραστατικότητα δίνεται το σπίτι της και πόσο οριστικά έχουν αλλάξει τα πάντα: «Και πέρα από τη γλυτσίνα, η ανελέητη ομορφιά του Βοσπόρου. Της φαίνεται απίστευτο ότι κάποτε θεωρούσε δεδομένη αυτή τη θέα» (σελ. 175). Η Νουρ δεν αφήνει τον αυτό της να νιώσει υποχρεωμένη γι’ αυτό που κάνει ο γιατρός με το παιδί, δεν αφήνεται να τον δει ανθρώπινα, είναι ο κατακτητής, είναι ο εχθρός, ακόμη κι η βοήθειά του είναι η τυπική βοήθεια του ισχυρότερου προς τον αδύναμο. «Κι έτσι, γι’ αυτό το πρόσχημα φιλίας, αποφασίζει να τον μισήσει λίγο περισσότ��ρο» (σελ. 178).
Παράλληλα με την αφήγηση στο παρόν, επιστρέφουμε πέντε χρόνια νωρίτερα στο μέτωπο, όπου ένας Τούρκος στρατιώτης μάχεται κατά των Ρώσων και αναπολεί την ήρεμη ζωή του ως δάσκαλος και πόσο άλλαξε μετά τη στρατολόγησή του. «Ένας άνθρωπος ευγενής, εκλεπτυσμένος, απέναντι σ’ έναν κόσμο πέρα για πέρα εχθρικό» (σελ. 108). Με την ιστορία του η συγγραφέας περιγράφει με ειλικρίνεια και ρεαλισμό τις απάνθρωπες συνθήκες του μετώπου αλλά συνεκδοχικά ενός οποιουδήποτε μετώπου: «Δεν ήξερε ότι ακόμα κι ο θάνατος στο όνομα ενός ευγενούς σκοπού, στο όνομα ιδανικών, μπορούσε να είναι τόσο άσχημος. Τόσο ευτελής, τόσο ελεεινός» (σελ. 90). Τα γεγονότα που βιώνει αλλάζουν τον δάσκαλο: «…κάτι του είχε πάρει εκείνος ο τόπος, κάτι που ίσως να μην του το γύριζε ποτέ πίσω»! Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν στη συνέχεια εξαναγκάζεται να συμμετάσχει στην εκκαθάριση των οθωμανικών εδαφών από τους Αρμένιους! «Τα χωριά τους ήταν ανιαρά, ασήμαντα μέρη: το βέλασμα μιας κατσίκας, το κλάμα ενός μωρού, ο συνεχής αδιόρατος βόμβος της ζέστης… Τέτοιοι άνθρωποι δεν μπορεί να είχαν ιδέα για τις μεγάλες προδοσίες»! Ατέλειωτη πορεία μες στην πυρωμένη ερημιά, απάνθρωπες συνθήκες κράτησης και φύλαξης και τελικά αναγκάζεται να κάνει πράγματα που δεν τα θέλει. Ένας ήρωας πολέμου που, αν καταφέρει να γυρίσει πίσω, οι άνθρωποι θα τον λυπούνται και δε θα βρίσκει δουλειά. Φορτωμένος με το παράλογο και τη γενναιότητα, ίσως γυρίσει σ’ έναν τόπο όπου αυτά δε μετράνε, όπου ο χρόνος σταμάτησε γι’ αυτούς που άφησε πίσω του στο σημείο που έφυγαν.
Ταυτόχρονα, ένας άντρας επιβιβάζεται στο τρένο από τον σταθμό του Όστερλιτς στο Παρίσι, με μια ξεφτισμένη βαλίτσα κι ένα σωρό μπιχλιμπίδια μέσα σε αυτήν. Η ιστορία του ξεδιπλώνεται αργά, με ελάχιστες πληροφορίες σε κάθε κεφάλαιο για την ταυτότητά του, τον σκοπό του ταξιδιού του, ποια είναι εκείνη που θυμάται κλπ. Παρίσι, Βενετία, Σόφια είναι οι σταθμοί του, με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη, όπου παθαίνει πολιτιστικό σοκ με την ποικιλία των εικόνων και των ευωδιών, με όσα βλέπει, παρατηρεί, ακούει, αφουγκράζεται. Κάπου στα μισά κατάλαβα ποιος ήταν και διάβαζα με αυξανόμενο ενδιαφέρον, περιμένοντας να γίνει αυτό που φοβόμουν. Να όμως που λίγο πριν το τέλος βγαίνει στο φως η πραγματική του ταυτότητα και μαζί το μέγεθος της αγάπης που κατακλύζει το μυθιστόρημα από το πρώτο ως το τελευταίο κεφάλαιο, κάτι που με οδήγησε σε κλάματα από τη συγγραφική δεξιοτεχνία και επειδή νιώθω τυχερός που διάβασα ένα από τα δυνατότερα και πιο καλογραμμένα ρομαντικά μυθιστορήματα.
Το »Τελευταίο γράμμα από τον Βόσπορο» είναι ένα μυθιστόρημα για τον άνθρωπο και για τον πόλεμο, αφιερωμένο σ’ αυτόν που έμεινε πίσω, σ’ αυτόν που γύρισε, σ’ αυτόν που πολέμησε. Όλοι έχουν αλλάξει, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο κανείς δεν ξέρει, μιας κι αυτό εξαρτάται άμεσα από το κοινωνικό, οικογενειακό, φιλικό περιβάλλον τους και την ψυχική τους δύναμη να αντέξουν, να υπομείνουν, να μην κατρακυλήσουν. Η τιμή και το καθήκον κονταροχτυπιούνται με τη φτώχεια, τα όνειρα, οι τιμές στο πεδίο των μαχών, τα σχέδια για ένα καλύτερο αύριο τσαλακώνονται από τους Συμμάχους και την κατάληψη της πόλης. Μέσα σε όλα αυτά λοιπόν γεννιέται ένας απαγορευμένος έρωτας, ένα μεγαλείο ψυχής, μια απρόσμενη ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και μια καλά δομημένη ιστορία γεμάτη αντιθέσεις, ανατροπές και βαθύ ρεαλισμό. Υπέροχη γραφή, γεμάτη καλολογικά στοιχεία, ενδιαφέρουσες παρομοιώσεις («Η μέρα είναι ασάλευτη σαν πίνακας ζωγραφικής», σελ. 13 και «Έξω από το παράθυρο το χιόνι έπεφτε πυκνό, αθόρυβο σαν μυστικό», σελ. 118), απρόσμενες μεταφορές που αναδίδουν τη γοητεία, τα αρώματα και τη μαγεία της Κωνσταντινούπολης είναι τα πολύτιμα εφόδια στο μαγευτικό ταξίδι της ανάγνωσης αυτού του βιβλίου.