Τότε, ξαφνικά, κατάλαβε ότι τα αστέρια που κρέμονταν από πάνω τους ήταν αληθινά και ανεξήγητα και ότι είχαν αργήσει λίγο να τα κοιτάξουν με ειλικρίνεια. Κατάλαβε ότι δεν ήταν ούτε νωρίς μα ούτε και αργά για να πεθάνουν όλοι τους, και ότι ο πατέρας του Μάρκου είχε πεθάνει για πάντα. Κατάλαβε, επίσης, ότι δεν ήταν νωρίς μα ούτε και αργά για το οτιδήποτε, κατάλαβε ότι ο κόσμος ήταν παντού γύρω τους και ήταν τραχύς και αιχμηρός και αδιάφορος και ότι κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους βοηθήσει. Ένιωσε στο πετσί του ότι η ζωή του θα έσβηνε και θα ξεχνιόταν και, επομένως, μέχρι τότε θα ήταν εγκληματικό να κάνει οτιδήποτε δεν ήθελε και αντιστοίχως να απέχει από οτιδήποτε επιθυμούσε γιατί ούτως ή άλλως τίποτα δεν θα υπήρχε μετά, κανένας απολογισμός, θέλησε τότε όλο το σύμπαν μέσα στο κουτάκι της μπύρας του, να το πιει και να το τελειώσει, να τσαλακώσει το κουτάκι και να το πετάξει για να μην προλάβει τίποτα να συμβεί χωρίς εκείνον παρόντα. "Εσύ τι πιστεύεις, Άλεξ;" ρώτησε ο Σπύρος. "Τι εννοείς;" "Γα την ευτυχία". Σε εννιά μέρες τα συναισθήματα των ανθρώπων θα παγώσουν. Ένας κομήτης θα πέσει στη Γη, οι τοξίνες του θα απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα και εξαιτίας τους οι άνθρωποι θα αισθάνονται για το υπόλοιπο της ζωής τους ακριβώς όπως αισθάνονταν την ώρα της σύγκρουσης. Ο Αλέξανδρος, φοιτητής στην Αθήνα, θα σκάψει βαθιά μέσα και γύρω του και θα πασχίσει να κατανοήσει τους ανθρώπους, τον έρωτα, τον πόνο και τη νοσταλγία· αγωνιά να προφτάσει την ευτυχία, ώστε να την εξασφαλίσει για πάντα.
Σε εννιά μέρες ένας κομήτης θα πέσει στη Γη, θα απελευθερώσει τοξίνες που θα προκαλέσουν το πάγωμα των συναισθημάτων, κάνοντας τους ανθρώπους να αισθάνονται για το υπόλοιπο της ζωής τους όπως αισθάνονταν τη στιγμή της σύγκρουσης. Ο Αλέξανδρος, έχει μόνο εννιά μέρες να βρει την ευτυχία για να μπορέσει να τη διατηρήσει για πάντα.
Όταν γεννήθηκε ο Φοίβος Οικονομίδης ήμουν 17, άκουγα Oasis, Blur, Prodigy και Radiohead, τα Σάββατα χαμουρευόμουν με τον Θωμά στα πατώματα του μπαρ που μεθούσαμε ευλαβικά και με συνέπεια κάθε βδομάδα και δεν ένιωθα ευτυχισμένη, πίστευα μάλιστα ότι αυτή η δυστυχία που πότιζε κάθε πόρο μου ήταν αποτέλεσμα προσωπικής συμπαντικής επίθεσης.
Όταν ήμουν στην ηλικία του Οικονομίδη, φοιτήτρια όπως κι αυτός στο Πολυτεχνείο, άκουγα Franz Ferdinand, Interpol, Blackfield και θυμάμαι ένα βίντεο που είχα τραβήξει με τους τότε φίλους μου όπου ακούγεται το This Is The Last Time των Keane και θυμάμαι τη στιγμή του βίντεο να νιώθω ευτυχία αλλά συγχρόνως να νιώθω ότι νοσταλγώ τη στιγμή εκείνη ακόμα κι αν τη ζούσα και αυτό με έκανε δυστυχισμένη, έχω παγιδευμένη σε κασέτα αυτή την ευτυχοδυστυχία μου. Και νιώθω ότι εκείνη ήταν η περίοδος που η δυστυχία μου έγινε λιγότερο προσωπική, όλα όμως ήταν περισσότερο έντονα από ποτέ, τα συναισθήματα, οι σκέψεις, οι σχέσεις και θυμάμαι που κάποτε είχα διαβάσει ότι αυτή είναι και η ηλικία όπου οι μαθηματικοί φτάνουν σε κάποιου είδους πηκ με την πιθανότητα να βρουν κάτι θεωρητικά πρωτότυπο να φθίνει από εκεί και πέρα, δεν το θεωρώ τυχαίο, όλα φθίνουν κάπως αργότερα.
Ο 24χρονος Οικονομίδης λοιπόν σκέφτεται με ένταση, μεταφέρει τις σκέψεις στους ήρωες του βιβλίου του χωρίς συγκάλυψη και κρυμμένα νοήματα και είναι αρκετά ευφυής ώστε αυτή την ένταση και τη δραματικότητα να την τοποθετεί σε μια δυστοπική κατάσταση που δικαιολογεί τα πάντα. Γιατί αν δεν ε��σαι δραματικός πριν πέσει κομήτης στη γη, πότε;
Στα 40, ημιξεθεωμένη, δεν κυνηγώ κάποια συγκεκριμένη μορφή ευτυχίας (κυρίως γιατί πονάνε τα γόνατά μου) και αποκλείω τους τοξικούς τύπους που την προβάλλουν σχεδόν διαφημιστικά, κρατώ πυξίδα που έμαθε να προσαρμόζεται και αν είχα μόνο μια συμβουλή να δώσω στον Αλέξανδρο, αυτή θα ήταν, Αλέξανδρε, μην καπνίζεις. Κόφτο, το γαμίδι.
* Όταν διαβάζω κάτι που με κάνει να συμπαθώ αυτόν που το έγραψε, ψάχνω συνεντεύξεις του για να επαληθευτώ και να πω, αααααχ μωρή καραβάνα, βουλωμένο γράμμα διαβάζεις, τα πάντα εν σοφία επήδησες, συμπαθέστατος ο Οικονομίδης λοιπόν, ο νεότερος συγγραφέας της Εστίας, εγώ στην ηλικία του ήμουν εντελώς ζωντόβολο, τόσο ζωντόβολο που αν με έλεγε κάποιος ζωντόβολο θα θύμωνα φοβερά και ένα μπράβο στην Εστία που κρατάει επαφή με τη νεότερη γενιά, τη μαθαίνει και σε εμάς τα πουρά να παίρνουμε θάρρητα.
Πλέον έχω πειστεί πως οι αποφάσεις για τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας λαμβάνονται σε κάποια φάση συλλογικής παραισθησιογόνας έξαρσης της επιτροπής, καθώς οι επιλογές τα τελευταία έτη μοιάζουν ολότελα γελοίες. Τον παρόν μυθιστόρημα δεν συγκεντρώνει σίγουρα την αρτιότητα, τη δομή και το νοηματικό υπόβαθρο που θα δικαιολογούσε την βράβευση που του αποδόθηκε.
Πριν ξεκινήσω την ανάλυση των πολλών προβλημάτων του, θέλω να πω το εξής: μια κριτική, όταν έχει επιχειρήματα, είτε είναι θετική είτε είναι αρνητική, είναι χρήσιμη για τον πραγματικό συγγραφέα, αυτόν δηλαδή που τον ενδιαφέρει η λογοτεχνία και δεν γράφει για να ναρκισσεύεται και να ποστάρει την φάτσα του στα σόσιαλ. Αν έγραφα απλώς "το βιβλίο δεν είναι καλό ή πρωτότυπο" χωρίς κανένα επιχείρημα, ο συγγραφέας θα είχε κάθε λόγο να απορρίψει την απόψή μου. Για μένα λοιπόν, ως Μυρμήγκι, είναι καίριο να εκφράζομαι όσο πιο δομημένα δύναται, ακριβώς επειδή θέλω να πιστεύω πως απευθύνομαι σε συγγραφείς που ενδιαφέρονται να βελτιωθούν.
Ξεκινω με τον σχολιασμό ενός περίεργου ιβέντ που έπεσε στην αντίληψή μου πριν κάποιο διάστημα. Το ιβέντ αφορούσε τους συγγραφείς Μαλανδράκη, Καλαϊτζίδη και Οικονομίδη και η διοργανώτρια, απο όσο καταλαβα, τους ειδολογούσε σε μια ενιαία κατηγορία, τάχα υπό την ψευδοκατηγοριοποίηση της "γενιάς z". Κοινωνιολογικά είναι μακρά η βιβλιογραφία που απορρίπτει εξ ολοκλήρου τις γενιές όπως αυτές κατονομάζονται λαϊκιστικά από τον Τύπο και υιοθετούνται στην κοινή αντίληψη, για πολλούς λόγους, που δεν είναι της παρούσης να αναλύσω.
Ειδικότερα και στη λογοτεχνία, όμως, καθώς και στην Τέχνη γενικότερα, μια τέτοια κατηγοριοποίηση είναι ανεπαρκής και μη αληθής ( βλέπε σχετικές εργασίες του Τζιόβα, Ματθιουδάκη κ.ά ) Ακόμα και στην περίπτωση που ίσχυε, βέβαια, ο Μαλανδράκης δεν είναι καν γενιά Ζ τυπικά, ανήκει στην τελευταία χρονολογία των millennial. Γιατί τα λέω αυτά: Γιατί ο μόνος λόγος που είδε ο Οικονομίδης το βιβλίο του να εκδίδεται και να καταφέρνει να βραβευτεί είναι αυτό το ανεδαφικό και επισφαλές κριτήριο της ηλικίας.
Άρθρα για το βιβλίο λένε ενθουσιωδώς πως "εκφράζει τη γενιά z" και άλλες ανεδαφικές υπερβολές που δεν έχουν καμία επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα, ούτε και καμία εγκυρότητα ως δηλώσεις.
Στην εφημερίδα Καθημερινή, για παράδειγμα, διαβάζουμε τίτλο άρθρου για τον συγγραφέα: "Φοίβος Οικονομίδης, ο βραβευμένος συγγραφέας που γράφει τις σκέψεις της gen Z" ενώ ο συντάκτης αντίστοιχου άρθρου στη LIFO στέκεται εντυπωσιασμένος που ο συγγραφέας είναι 23 ετών (τότε). Δεν εντυπωσιάζομαι από την ηλικία του συγγραφέα ούτε το ότι είναι πρωτόλειο θα με κάνει να το δω ευνοικότερα, δεδομένου ότι οι περισσότεροι συγγραφείς γράφουν από μικρή ηλικία. O Oικονομίδης στα 23 έγραψε ένα κακό βιβλίο, ο Χέμινγουεϊ στα 24 δημοσίευσε το πρώτο του καλό έργο και ο Γκαίτε στα 25 είχε γράψει και δημοσιευσει ήδη τον Βέρθερο.΄Εχει κάποιο νόημα αυτή η ηλικιακή εμμονή πέραν από το να αποδεικνύεται περίτρανα η αδυναμία των σύγχρονων που προσπαθούμε να αναδείξουμε; Το ίδιο συνέβη και με τον Καλαϊτζίδη, υπήρξαν ενθουσιώδεις κριτικές λόγω ηλικίας, που μάλιστα προοικονομούν μια αυταπόδεικτη εξαισια πορεία. Γιατί; Πώς ξέρουμε ότι κάποιος θα δημοσιεύσει ξανά; Γιατί καταλήγουμε συνεχώς να κρίνουμε τον συγγραφέα και όχι, αποκλειστικά, το βιβλίο; Αλλά ας προχωρήσω στον σχολιασμό του κειμένου. Σημείωσα πολλά χωρία, αλλά θεωρώ πως δεν έχει νόημα να απαριθμήσω καταλεπτώς τις υφολογικές αδυναμίες του βιβλίου στην παρούσα περίπτωση, γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι νοηματικό.
Η κοινωνικοπολιτική διάσταση του μυθιστορήματος είναι επιφανειακή, απλουστευτική και σε πολλά σημεία λαϊκιστική. Ο Οικονομίδης φαίνεται να πιστεύει πως είναι ευκολότερο για τη γενιά του παππού του να εισχωρήσει στην άκρα δεξιά και λιγότερο για τη δική του, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πέραν του ότι δεν υπάρχουν επαρκείς έρευνες στην Ελλάδα για το δημογραφικό καθεστώς της άκρας δεξιάς, είναι ανιστορική αυθαιρεσία να υποθέτει πως η γενιά όσων ανατράφηκαν μετεμφυλιακά, για παράδειγμα, είναι πιο επιρρεπής στον φασισμό, αφού, ειδικά για μια εκτενή περίοδο της μεταπολίτευσης, ο αντικομμουνισμός αντικαταστάθηκε από την επικράτηση της αριστερής διανόησης. Όπως δείχνουν μάλιστα πολλές σχετικές μελέτες, ένας νέος άνθρωπος, ειδικά όταν χρησιμοποιεί τις εφαρμογές του platform καπιταλισμού, όπως το facebook και το instagram, μπορεί να πέσει θύμα του προωθούμενου εξτρεμισμού, με βάση επιλογές του αλγόριθμου.
Το μεγαλύτερο όμως και πιο κραυγαλέο πρόβλημα του βιβλίου είναι η έλλειψη κοινωνικής αντίληψης που διέπει όλους τους ήρωες. Οι ήρωες του Οικονομίδη είναι εκνευριστικά προνομιούχοι. Τι σόι gen z είναι ο συγγραφέας όταν μιλάει για φοιτητούληδες που τους πληρώνουν τα δίδακτρα και τα ενοίκια οι γονείς και εκείνοι έχουν την ευχέρεια να διασκεδάζουν και να πλήττουν με τα προνόμια τους;
Το δράμα του νεαρού Αλέξανδρου, που η μονη του τραγωδία ειναι μια ετεροκανονική γκομενική ιστορία, ακόμα και υπό το πρίσμα της χιλιοειπωμένης και καθόλου πρωτότυπης ιστορίας του "κομήτη που χτυπάει τη γη" αφήνει εντελώς αδιάφορο τον αναγνώστη. Η υπαρξιακή κορύφωση του βιβλίου μάλλον βρίσκεται σε σελίδα 59 "Τι θες; Τι θες; Είναι τόσο δύσκολο να είσαι ευχαριστημένος με εσένα; Με αυτά που έχεις; Τι θες; Γκόμενες θες; Να πας να πεθάνεις θες; Τι θες;"
Ο καημενούλης προνομοιούχος cis straight άνδρας, δεν ξέρει τι θέλει και δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει ήδη. Τι τραγωδία! Τι πρωτόγνωρο συναίσθημα! Ας δώσουμε στον συγγραφέα ένα κρατικό βραβείο για τον προνομιούχο νεαρούλη ήρωα που δημιούργησε. Μετά από λίγο, όταν πια οι ήρωες επαναλαμβάνουν κουραστικά τα προνόμια τους, το συγκεκριμένο μοτίβο κάνει τον αναγνώστη να νιώθει τρομερά άβολα. Οι φράσεις που βάζει στο στόμα των πρωταγωνιστών ο συγγραφέας ηχούν ειρωνικές και σχεδόν προσβλητικές με βάση την περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα. Λέει, για παράδειγμα, ο Σπύρος, φίλος του Αλέξανδρου: "Εδώ και χρόνια ουσιαστικά όλα μου πάνε καλά (...), όλα πάνε αρκετά καλά, εγώ δεν είμαι καλά" , "Έχω μια καλή κοπέλα, καλούς φίλους, καλή σχολή, καλή ζωή και δεν είμαι καλά", συμπληρώνοντας λίγο πιο κάτω το εξωφρενικό: "Δε�� νιώθω καλά. Νιώθω Οκ". Φυσικά και ο άνθρωπος του σήμερα μπορεί να μην νιώθει "καλά", σύμπτωμα που έχει αποτυπωθεί σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης, κυρίως αστικής, λογοτεχνίας του 20ού και του 21ου αιώνα. Αλλά ο Οικονομίδης δεν μοιάζει να συνειδητοποιεί τα προνόμια των ηρώων του. Μικρές εκλάμψεις αυτοσυνείδησης και αυτοκριτικής δεν κρατάνε παραπάνω από μερικές φράσεις και η συνολική αίσθηση που αφήνει το βιβλίο είναι "εδώ ο κόσμος καίγεται και η γενιά z χτενίζεται" για να το θέσω κομψά.
Ο συγγραφέας όχι απλώς δεν αποτυπώνει επιτυχώς την πολύπτυχη κρίση της κοινωνίας του σήμερα, αλλά σε πολλά σημεία φαντάζει σχεδόν προκλητικά απολιτίκ. Οι άστεγοι φαίνεται να αποτελούν ένα φόντο, παρά τον, ελάχιστα ανεπτυγμένο, χαρακτήρα του Γκάρι. Ο Αλέξανδρος τους αντικρίζει ως ένα φυσικό σημείο στο χώρο, αφού ο ίδιος ενσαρκώνει ένα ον πλήρως ενταγμένο στον καπιταλισμό και στον κοινωνικό κομφορμισμό.
Στα της γραφής, τα εκφραστικά κλισέ είναι πολλά και σε σημεία προκύπτουν ασυνταξίες που κάνουν το κείμενο να ηχεί παράξενα. Υφολογικά ακολουθείται ένα υπερβολικά λυρικό ύφος με πολλές και αρχείαστες εξάρσεις, ενώ οι χαρακτήρες μοιάζουν εντελώς επίπεδοι και πανομοιότυποι μεταξύ τους. Σε αρκετά χωρία ο συγγραφέας ολισθαίνει σε χολυγουντιανές κοινοτοπίες ταινίας που προβάλλει το STAR μεσημέρι Κυριακής ("Οι καρδιές μας χορεύουν, τα σώματά μας είναι ζεστά, μας φωτίζει αυτός ο ήλιος!", "Όλα αυτά είναι μέρος του στοιχήματος, επειδή αυτό είναι όλα και θα τελειώσει" κ.ά) έτσι που ο αναγνώστης δεν μπορεί να συσφαιρώσει, έστω, έναν συμπαγή νοηματικό πυρήνα από αυτόν τον καταιγισμό αμπελοφιλοσοφικών σκέψεων που τον πετάνε πότε στη μία διαπίστωση και πότε στην αλλη.
Μετά από αρκετό παραλήρημα για το σύμπαν, ο ήρωας καταλήγει πως η ευτυχία ισούται με την αδιαφορία για να το αναιρέσει λίγο πριν το τέλος του βιβλίου. Αν το βιβλίο το είχε γράψει ένα παιδάκι 12 ετών και όχι ένας 24χρονος ανδρας, τότε ίσως συμμεριζομουν τον ενθουσιασμό και κατεληγα πως ορθώς βραβεύτηκε.
«Και έτσι όπως ήμουν στο μπροστινό κάθισμα, βλεπω τις ταμπέλες της εθνικής. Σαν τις δικές μας,ξέρεις, Λαμία ή Πειραιάς, μόνο που είχαν ένα βέλος και μια φράση μονάχα: The north. Βορράς. Μου φάνηκε τόσο όμορφο αυτό, έφυγε όλη η δυσφορία. Αισθάνθηκα μια βεβαιότητα που τη θυμάμαι ως τώρα. Σαν να έφτιαξε η πυξίδα. Βορράς. Μια κατεύθυνση. Μετά από πολλά χρόνια και μη μπορώντας να βγάλω την εικόνα από το μυαλό μου, νομίζω κατάλαβα γιατί μου είχε αρέσει τόσο». Ο πατέρας του έκανε μια παύση. « Ε γιατί;» «Επειδή έτσι πρέπει να είναι.Πρέπει να ξέρεις ποιος είναι ο Βορράς σου. Να ξέρεις που πηγαίνεις. Ακόμα κι αν είναι κάτι αφηρημένο, να ξέρεις τι θέλειςχ να μην είσαι παντού και πουθενά. Ένα όνειρο, έναν στόχο, ακόμα και αν είναι μόλις για την αυριανή μέρα. Ό,τι θέλεις, αλλά να έχεις ένα Βορρά. Και αυτός να μην είναι απλά ένα συναίσθημα Άλεξ. Τα συναισθήματα μας κρατούν ζωντανούς, ναι, αλλά αυτό που είμαστε δεν το κάνουν εκείνα. Το κάνουν όσο κάνουμε. Ο Βορράς μας. Μην αφήσεις τους κομήτες να σε τρομάζουν» και χαμογέλασε. Σε εννιά μέρες ένας κομήτης θα πέσει στη Γη απελευθερώνοντας τοξίνες στην ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αισθάνονται για πάντα. Ο Αλέξανδρος, ο κεντρικός ήρωας λοιπόν έχει 9 μέρες για να κατακτήσει τη δική του ευτυχία. Ένας σκληρός και άνισος αγώνας. Υπάρχει όμως πραγματική ευτυχία εκεί έξω και κατά συνέπεια ευτυχισμένοι άνθρωποι;
«-Άρα τι; Θα εχουμε όλοι αιώνια δυστυχία;» είπε νευρικά ο Αλέξανδρος. -Δεν είπα αυτό. Απλώς πιστέυω ότι έχει να κάνει με το ποιος είναι ο καθένας γενικότερα. Δεν είναι τόσο στο χέρι μας, δε θα τα καταφέρει ένας πεσιμιστής να αλλάξει οπτική στη ζωή μέσα σε μια εβδομάδα. -το θέμα είναι ότι δόθηκε σε όλους μας ντεντλάιν για να βρούμε τι μας κάνει ευτυχισμένους, εσύ δεν το ψάχνεις; -Δε θεωρώ ότι μας δόθηκε κάτι τέτοιο. Δεν πιστεύω ότι έχουμε κουμπάκια που αν τα πατήσουμε γινόμαστε χαρούμενοι, δεν πιστεύω στην ευτυχία γενικότερα. Είμαστε καλά και άλλοτε δεν είμαστε, αυτό πιστεύω. Η χαρά και η λύπη είναι πράγματα ισοπίθανα, οπότε απλώς δεν το σκέφτομαι. Κάνω ό,τι έκανα και πριν. Ποιος θα μου δώσει ένα τσιγάρο;» Αν και ο συγγραφέας του βιβλίου είναι 24 ετών και ουσιαστικά η πρώτη του συγγραφική απόπειρα ήταν κατά κάποιο τρόπο το δικό του φινάλε, ο δικός του αποχαιρετισμός στη φοιτητική του ζωή και εγώ ηλικιακά ανήκω σε μια άλλη γενιά, το βιβλίο του με άγγιξε όσο λίγα φέτος. Καμιά φορά κακιώνω τον εαυτό μου. Με μαλώνω για τις αναγνωστικές επιλογές που κάνω γιατί καμιά φορά επιβαρύνουν την ήδη βαριά ψυχολογία μου. Είναι πάλι όμως κάποια βιβλία που νιώθεις ότι θα μπορούσαν να ήταν σελίδες από το προσωπικό σου ημερολόγιο. 2 διαφορετικές γενιές που όμως μεγαλώνουμε και προσπαθούμε να σταθούμε σε ένα κόσμο που δέχεται αλλεπάλληλες κρίσεις και αλλαγές. «Ξεθεωμένοι άνθρωποι, πετιούνται δεξιά και αριστερά σαν τα σκουπίδια. Ο άνδρας συνέχισε τον άδικο δρόμο του προς την κορυφή. Πετάνε κομμάτια σάρκα, κουβάδες ψυχή, ξεθεωμένοι άνθρωποι». Αν κάτι μισώ σε αυτή τη ζωή είναι η τοξική αισιοδοξία. Δεν το λέω γιατί είμαι από τη φύση μου απαισιόδοξος άνθρωπος που μάλλον έχει πάψει προ πολλού ν΄ αναζητά την ευτυχία αλλά γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι η υπερβολική διαφήμιση της δε μπορεί να είναι αληθινή. Στα χρόνια της κρίσης, της πανδημίας που όλοι δυσκολευόμαστε να είμαστε αληθινά ευτυχισμένοι γιατί ζούμε με μια διαρκή αγωνία για το μέλλον το κυνήγι της ευτυχίας είναι ένας δύσκολος αγώνας στον οποίο όπως και ο ηρωας θα συνειδητοποιήσεις ότι αληθινή ευτυχία από μόνη της δεν υπάρχει. Υπάρχει η χαρά, υπάρχει όμως και η μελαγχολία, η θλίψη, η αγωνία, ο φόβος. Μια ατελείωτη δίψα για ζωή αλλά και παράλληλα πάλη γι αυτή. «-Όλα πάνε καλά. Εδώ και χρόνια, ουσιαστικά όλα μου πάνε καλά. -Ωραία. -Απλώς δε νιώθω καλά. Είμαι σίγ��υρος ότι εδώ και 3-4 χρόνια, ξέρεις,που όλα πάνε αρκετά καλά, εγώ δεν είμαι καλά. Δε νιώθω καλά, νιώθω οκ. -Ναι καταλαβαίνω τι εννοείς. -Δηλαδή τι είναι το καλά; Τι πάει να πει αυτό; Σε βάθος χρόνου, τι ακριβώς σημαίνει για να είμαι καλα; Ζω τη ζωή μου, ωραία, υπάρχουν πράγματα σε αυτήν που με ευχαριστούν, αλλά δεν είμαι χαρούμενος, δεν είμαι χαρούμενος, δεν είμαι καλά, δεν καταλαβαίνω τι σκατά σημαίνει καλά».
Πόσο περίπλοκος είναι τελικά ο κόσμος μας ναι; Πόσες σκοτεινές πλευρές μπορεί να έχει μια ψυχή. Ενας κόσμος που είναι έτοιμος να συντριβεί, τα συναισθήματα που είναι έτοιμα να παγώσουν με την πτώση ενός κομήτη θα συναντηθούν με την ανησυχία του ήρωα και το αποτέλεσμα θα χαρίσει στον αναγνώστη μια μικρή αναγνωστική στιγμή ευτυχίας και σκεπτικισμού. Το αγάπησα πολύ.
Έξυπνη έμπνευση. Και ωραίο το αλληγορικό μήνυμα του συγγραφέα. Πρόκειται για την προσπάθεια ενός άγορου, αλλά αναμφίβολα ταλαντούχου καλλιτέχνη, που αν στο μέλλον παρουσιαστεί ωριμότερος, το αποτέλεσμα θα είναι πολύ καλύτερο. Η γραφή του πάντως δωρική και εύπεπτη και αυτό είναι στα θετικά του έργου. Και, όπως πάντα, η έκδοση από την ΕΣΤΊΑ πολύ προσεγμένη.
Μπορεί να μην είναι λογοτεχνικό αριστούργημα, ταράζει όμως την αγχωδη ζωή και τους ρυθμούς που κινούμαστε όλοι σαν ζόμπι. Και σίγουρα πολλοί θα πλήρωναν σήμερα 1000 ευρώ για να πεθάνουν ευτυχισμένοι, τόση ματαιοδοξία. Ελπίζω ο συγγραφέας να συνεχίσει να γράφει.
δεν κρύβω την απογοήτευσή μου, είχα μεγάλες προσδοκίες μετά από τις ενθουσιώδεις κριτικές και το βραβείο που έλαβε. Είναι νέος ο συγγραφέας και φαίνεται ξεκάθαρα και από τη γραφή του.
Απολαμβάνω όσα βιβλία επαναφέρουν στο μυαλό μου αγαπημένα μου τραγούδια. Και θαυμάζω λίγο παραπάνω όσα βιβλία δεν προβάλουν την αναζήτηση της ευτυχίας υπό το πρίσμα της τοξικής αισιοδοξίας-θετικότητας. Γιατί στην τελική, αποκλείεται να μην υπάρχει ευτυχία, όμως, συνειδητοποίησα παράλληλα, δεν υπάρχει ευτυχία. Ευτυχία δεν είναι η οργάνωση του χάους, αλλά το χάος το ίδιο, δεν είναι η κατανόηση του σύμπαντος, αλλά το σύμπαν το ίδιο. Η ευτυχία μάλλον κρύβεται σε βιβλία όπως το Βορράς που μέσω ενδελεχούς ενδοσκόπησης, σε μόλις 160 σελίδες, σου αλλάζουν λίγο το σκεπτικό, σε προκαλούν να δεις κατάματα ότι μέρος της ζωής είναι και η περιπλάνηση.
Έτσι λοιπόν, όταν πέσει ο κομήτης, όταν παγώσουμε, θέλω να μπορώ να λέω ότι είμαι τυχερός που αισθάνομαι ό,τι αισθάνομαι (γιατί ένα συναίσθημα δεν είναι ποτέ μονοδιάστατο), άρα ότι είμαι, κατ’ επέκταση, άνθρωπος. Διότι ζούμε καθημερινά απειροελάχιστες στιγμές θετικών συναισθημάτων που άλλοτε είναι τόσο έντονες που λέμε «α, ναι, είμαι ευτυχισμένος, πως δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα;» και άλλοτε είναι τόσο αμυδρές που νοσταλγούμε τις έντονες. Φυσικά, μέσα σε αυτές υπάρχει και θλίψη, και μιζέρια, και πόνος, και βαρεμάρα, και αγανάκτηση. Όμως τι, με το να καθόμαστε αναπαυτικά σε μια αίθουσα αναμονής ξύνοντας τα μούσια μας, αλλάζουμε ουσιαστικά κάτι;
Όχι, προτιμώ να είμαι ένας άνθρωπος που περιπλανιέται, χωρίς να κυνηγάω εμμονικά κάτι που μεταβάλλεται ανεξέλεγκτα με το κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Εν ολίγοις, καλό είναι να θυμόμαστε που και που το εξής απόφθευγμα: not all who wander are lost. Σε κάθε περίπτωση, «από ψηλά ο καθένας δεν διαφέρει και πολύ από τα υπόλοιπα δισεκατομμύρια. Από πολύ ψηλά τίποτα δεν φαίνεται». Άντε βρες άκρη μετά. Δεν υπάρχουν χάπια για τόσο σύνθετα ζητήματα. Και το βασικότερο, «δεν χρ��ιάζονται ακραία συναισθήματα για να ζει κανείς καλά». Έτσι πιστεύω κι εγώ, τώρα τουλάχιστον, τελειώνοντας ένα τέτ��ιο ��ιβλίο. Μακράν ο ιδανικότερος τρόπος για να ξεκινήσει σωστά μια νέα αναγνωστική χρονιά.