dichotomie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /di.kɔ.tɔ.mi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dichotomie | dichotomies |
dichotomie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dichotomie | dichotomies |
dichotomie (fr) θηλυκό