canis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- canis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱwṓ (γενική *ḱunés) «σκύλος». Συγγενές με αρχαία ελληνική κύων.
Ουσιαστικό
canis (la) αρσενικό ή θηλυκό
Κλίση
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | canis | canēs |
γενική | canis | canum |
δοτική | canī | canibus |
αιτιατική | canem | canēs |
κλητική | canis | canēs |
αφαιρετική | cane | canibus |
Λομβαρδικά (lmo)
Ουσιαστικό
canis
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος