sofa
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sofa | sofas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sofa (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sofa | sofas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sofa (fr) αρσενικό
- ο σοφάς
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sofa | sofy |
γενική | sofy | sof |
δοτική | sofie | sofom |
αιτιατική | sofę | sofy |
οργανική | sofą | sofami |
τοπική | sofie | sofach |
κλητική | sofo | sofy |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sofa (pl) θηλυκό
- ο καναπές