waist

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 04:32, 25 Μαρτίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές) (Αγγλικά (en))
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
waist waists

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

waist (en)

  1. (ανατομία) η μέση
    I am wearing a sash around my waist.
    Φοράω ζουνάρι στη μέση μου.
  2. η μέση, το μέρος του ενδύματος που αντιστοιχεί στη μέση
    pants with an elastic waist - παντελονια με λαστιχο στη μεση
     συνώνυμα: waistband

Σύνθετα

[επεξεργασία]