admonish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | admonish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | admonishes |
αόριστος | admonished |
παθητική μετοχή | admonished |
ενεργητική μετοχή | admonishing |
Ρήμα
επεξεργασίαadmonish (en)
- επιπλήττω, επιτιμώ, λέω σε κάποιον έντονα και ξεκάθαρα ότι δεν εγκρίνω κάτι που έχει κάνει
- συμβουλεύω κάποιον να κάνει κάτι
Πηγές
επεξεργασία- admonish - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 836. ISBN 9780194325684., λήμμα: συμβουλεύω